Οριστική μετακόμιση

21/08/2023

Εδώ και μερικά χρόνια έχω ανοίξει άλλο ιστολόγιο, τις Κυκλόμοιρες, και διατηρούσα αυτό εδώ αποκλειστικά για νέα που σχετίζονται με τον Τόμας Πίντσον και το έργο του. Από σήμερα, αυτό το ιστολόγιο, το Pynchonikon, δεν θα ενημερώνεται πλέον. Οτιδήποτε έχω να πω ή να γράψω, ακόμα και σε σχέση με τον Πίντσον, θα ανεβαίνει μόνο στις Κυκλόμοιρες. Εξάλλου, γιατί να διατηρεί κανείς δύο ιστολόγια, και μάλιστα σε μια περίοδο που όλοι έχουν μεταπηδήσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Όποιος διαβάζει ακόμη ιστολόγια, λοιπόν, μπορεί να παρακολουθεί τις Κυκλόμοιρες. Όσοι προτιμάτε τα ΜΚΔ, μπορείτε να με βρείτε στις παρακάτω διευθύνσεις:
Facebook
Twitter (δεν θα το αποκαλέσω ποτέ X)
Instagram (μόνο για φωτογραφίες)
YouTube

Το Pynchonikon δεν θα ανανεώνεται αλλά θα συνεχίσει να υπάρχει με όλα τα κείμενά του, το ίδιο και ο Πιντσονικός Οδηγός, που ένας Θεός ξέρει πότε θα βρω χρόνο να τον επεκτείνω.

Αυτά, και καλή συνέχεια σε ό,τι κάνετε.


Γενέθλιον Τόμας Πίντσον

08/05/2023

8 Μαΐου 2023, και σαν σήμερα το σωτήριον έτος 1937 γεννήθηκε ο Τόμας Πίντσον. Αυτό είναι και καλό νέο αλλά και στενάχωρο. Δεδομένου ότι α) είναι 86 ετών, β) έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το τελευταίο του βιβλίο (Υπεραιχμή) και γ) έχει πουλήσει το προσωπικό του αρχείο στην Βιβλιοθήκη Huntington του Σαν Μαρίνο της Καλιφόρνιας, πολύ φοβάμαι ότι δεν θα δούμε ποτέ ξανά καινούργιο βιβλίο από τον αγαπημένο μας συγγραφέα.

Τώρα, θα μου πείτε, ο Κόρμακ Μακάρθι «χτύπησε» στα 89, και μάλιστα όχι με ένα, αλλά με δύο νέα βιβλία, τον Επιβάτη και το Stella Maris.

Εντάξει, αλλά δεν αισιοδοξώ…

Στη φωτογραφία, η πρώτη αμερικανική έκδοση, με σκληρό εξώφυλλο, των δύο αγαπημένων μου βιβλίων του Πίντσον (αυτή την περίοδο, γιατί αυτά αλλάζουν): του Ενάντια στη Μέρα και του Μέισον & Ντίξον.


50 χρόνια Gravity’s Rainbow

28/02/2023

Το αριστούργημα του Thomas Pynchon, το εμβληματικό, δαιδαλώδες και παιχνιδιάρικο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, κλείνει σήμερα τα πενήντα και παραμένει εξίσου φρέσκο και απροσπέλαστο στις επιπόλαιες αναγνώσεις. Είναι ένα βιβλίο που έχει να πει πάρα πολλά, αρκεί να του δώσεις την ευκαιρία. Χαίρομαι πολύ που είχα την τιμή (και την τύχη) να το μεταφράσω. Χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη στον Γιάννη Τσιώλη, που με μύησε στο σύμπαν του Πίντσον, και στην Ιωάννα Χατζηνικολή, που με εμπιστεύτηκε για τη μετάφραση.


Πιντσονογενής πονοκέφαλος

01/12/2022

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η σύντομη ομιλία που εκφώνησα στο πλαίσιο της Διεθνούς Εβδομάδας Πίντσον τον Ιούνιο του 2015 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Νόμιζα πως την είχα χάσει, αλλά προχτές ανακάλυψα στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου ένα pdf του οποίου το όνομα δεν μου έλεγε τίποτε. Το άνοιξα, και ιδού. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να ευχαριστήσω ξανά τον Γιώργο Μαραγκό για την πρόσκληση.

Καλησπέρα σας

Λέγομαι Γιώργος Κυριαζής, και είχα την ευχαρίστηση να μεταφράσω στα ελληνικά πέντε από τα μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον: το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, το Μέισον και Ντίξον, το Ενάντια στη μέρα, το Έμφυτο ελάττωμα και την Υπεραιχμή.

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω αυτή τη σύντομη ομιλία με μια κοινότοπη παρατήρηση.

Η μετάφραση είναι μια απόπειρα αναδιατύπωσης, ανασύνθεσης, αναδημιουργίας, ουσιαστικά, ενός κειμένου σε μια γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε αρχικά. Είναι μια πολύ σημαντική δραστηριότητα γιατί είναι ένα μέσο μετάδοσης περιεχομένου, εξάπλωσης, εισαγωγής ή εξαγωγής ιδεών. Είναι ένα εργαλείο διαλόγου μεταξύ πολιτισμών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όταν πρωτοδιάβασα το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, για ένα σεμινάριο πάνω στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Γιάννη Τσιώλη, αμέσως σκέφτηκα: «Αυτό το βιβλίο πρέπει να μεταφραστεί, έτσι ώστε να μπορέσουν να νιώσουν κι άλλοι αυτό που ένιωσα εγώ όταν το διάβασα».

Περιττό να πω ότι αυτό το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι εκείνη την εποχή δεν είχα σύνδεση στο ίντερνετ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσα να εκμεταλλευτώ πολύτιμες διαδικτυακές πηγές όπως το PynchonWiki. Το μόνο που είχα στη διάθεσή μου ήταν ο οδηγός για το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (A Gravity’s Rainbow Companion) του Steven Weisenburger, μαζί με μια στοίβα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Αλλά η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το ίδιο το κείμενο. Σχεδόν καθημερινά φώναζα στην οθόνη του υπολογιστή μου, ρίχνοντας κατάρες στον Πίντσον και στην εφευρετικότητά του, καθώς ένιωθα το κεφάλι μου να βρίσκεται στα πρόθυρα της έκρηξης.

Σε αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου άλλη μια κοινότοπη παρατήρηση: Ο Τόμας Πίντσον είναι δύσκολος συγγραφέας. Οι πλοκές του είναι αρκετά εκτεταμένες, συνήθως επιστρατεύει έναν τεράστιο θίασο χαρακτήρων, πράγμα που οδηγεί σε αναρίθμητες δευτερεύουσες πλοκές, κάνει αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, μέρη και γεγονότα, αναμειγνύοντάς τα με άλλα, φανταστικά, χρησιμοποιεί επιστημονικούς όρους και μεταφορές, αναπτύσσει ιδέες και έννοιες, και ρίχνει στο μείγμα μπόλικα στοιχεία από διάφορες κουλτούρες και υποκουλτούρες, φαγητά, λέξεις από ξένες γλώσσες, αναφορές σε τραγούδια, καλλιτέχνες, συγγραφείς, κόμιξ, κινούμενα σχέδια, τηλεοπτικούς χαρακτήρες, κινηματογραφικές ταινίες, και συχνά αυτές οι αναφορές είναι συγκαλυμμένες, πράγμα που σημαίνει ότι μερικές φορές πρέπει να σκάψεις πιο βαθιά, να διαβάσεις όχι μόνο ανάμεσα στις γραμμές, αλλά πίσω από τις λέξεις και κάτω από το κείμενο.

Αυτές είναι κάποιες από τις δυσκολίες που συναντά κανείς όταν διαβάζει Πίντσον. Τι γίνεται όμως όταν καλείται να τον μεταφράσει;

Η αλήθεια είναι (και εδώ έρχεται μια ακόμη, η τρίτη, και ελπίζω η τελευταία, κοινότοπη παρατήρηση) ότι η μετάφραση είναι ουσιαστικά μια μορφή πολύ προσεκτικής ανάγνωσης. Μόνο που είναι πολύ πιο απαιτητική. Βλέπετε, ως αναγνώστης, έχει κανείς την πολυτέλεια να μη γνωρίζει και να μην κατανοεί τα πάντα σε ένα κείμενο. Ως μεταφραστής (δηλαδή, ως πολύ προσεκτικός αναγνώστης) είναι απόλυτα αναγκαίο να γνωρίζεις και να κατανοείς τα πάντα σε ένα κείμενο, έτσι ώστε να μπορείς να τα προσφέρεις ως ανάγνωσμα σε μια άλλη γλώσσα. Αυτό, σε συνδυασμό με την (θρυλούμενη) περίπλοκη σύνταξη του Πίντσον, μπορεί όντως να προκαλέσει ίλιγγο σε κάποιους ανθρώπους, ή, στη δική μου περίπτωση, επίμονο πονοκέφαλο. Μια τυπική αντίδραση είναι η παραίτηση. Κάποια συμφοιτήτριά μου στο Πανεπιστήμιο (εκείνη τη μακρινή εποχή) παράτησε το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας γύρω στην πεντηκοστή σελίδα. Όταν ο καθηγητής την ρώτησε γιατί, η απάντησή της ήταν: «Δεν μου άρεσε αυτό που έκανε στο μυαλό μου». Πέρα από την αναζωογονητική ειλικρίνεια της φοιτήτριας, υπάρχει όντως ένας σπόρος αλήθειας στην απάντησή της, και αυτός έχει να κάνει με το γλωσσικό ύφος του Πίντσον (που σημαίνει ότι προφανώς το κάνει εκ προθέσεως: αυτή είναι η μεθοδολογία του, και παράλληλα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που με τράβηξαν αμέσως στη γραφή του), αλλά έχει επίσης να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε. Πιστεύω ότι έχουμε καλομάθει, έχουμε συνηθίσει να μπορούμε να ακολουθούμε με άνεση μια πλοκή, αράδα την αράδα, σελίδα τη σελίδα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Λίγη αφήγηση, λίγη περιγραφή, λίγος διάλογος, ένας χαρακτήρας εδώ, ένας χαρακτήρας εκεί, ένα απόσπασμα γεμάτο όμορφο λυρισμό… Κάθε συγγραφέας, καλός ή όχι και τόσο καλός, τα διαθέτει όλα αυτά. Τι συμβαίνει όμως όταν βρίσκεις μπροστά σου ένα πιο απαιτητικό ύφος γραφής; Τότε, έχεις πρόβλημα. Η γραφή του Πίντσον, η αφήγησή του, το ύφος του, η σύνταξή του, είναι περίπλοκα, ναι, αλλά όχι και τόσο, αν επενδύσεις λίγο χρόνο για να τα αναλύσεις. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα (δεν μπορώ να ξέρω πόσοι ακριβώς) δεν διαβάζουν, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αλλά απλώς διατρέχουν με το βλέμμα το κείμενο με σκοπό να πιάσουν κάποιες λέξεις εδώ κι εκεί που θα τους βοηθήσουν να πάρουν μια ιδέα για την πρόοδο της πλοκής και την αλληλεπίδραση μεταξύ των χαρακτήρων.

Επιτρέψτε μου να σας δώσω δύο παραδείγματα.

Το πρώτο είναι από μια μάλλον θετική κριτική για το Μέισον και Ντίξον:

«Η αναγνωστική μέθοδος που συνήθως ακολουθώ δεν λειτούργησε με το Μέισον και Ντίξον. Δεν μπορούσα δηλαδή να διατρέχω με το βλέμμα τις σελίδες πηδώντας αράδες για να δώσω στο μυαλό μου ό,τι χρειαζόταν έτσι ώστε να καταφέρνει να παρακολουθεί την πλοκή, να φαντάζεται το εκάστοτε σκηνικό, να κατανοεί τους χαρακτήρες και να αφομοιώνει έννοιες».

Είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο δεν μπορείς να διαβάσεις λογοτεχνία, πόσο μάλλον Πίντσον. Αυτή την αντίληψη περί ανάγνωσης τη θεωρώ τεράστιο πρόβλημα, και φοβάμαι πως αν κυριαρχήσει, πιθανώς να καταστήσει τη λογοτεχνία ανούσια, άχρηστη και αδιάφορη.

Ας παραθέσω εδώ άλλον ένα κριτικό:

«Διάβασα ολόκληρο το βιβλίο μέσα σε περίπου έξι ώρες, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί πολλές φορές γυρνούσα πίσω για να ξαναδιαβάσω κάποια σημεία».

Μπορείτε να φανταστείτε σε ποιο βιβλίο αναφέρεται ο κριτικός μας; Στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας. Αυτός ο άνθρωπος περιμένει από εσάς να πιστέψετε ότι διάβασε (που σημαίνει κατάλαβε, κατανόησε, αφομοίωσε, ένιωσε) ένα χειμαρρώδες κείμενο επτακοσίων εξήντα σελίδων (στα αγγλικά, γιατί στα ελληνικά φτάνει τις χίλιες) μέσα σε έξι ώρες. Εγώ τουλάχιστον δεν πιστεύω λέξη από τη δήλωσή του. Αυτός ο τύπος προφανώς προσπερνούσε ολόκληρες παραγράφους.

Γιατί μιλάω τόση ώρα για ανάγνωση; Διότι μερικές φορές με πλησιάζουν άνθρωποι και με ρωτάνε: «Μα πώς τα κατάφερες και μετέφρασες Πίντσον; Τα βιβλία του είναι αδύνατον να μεταφραστούν». Κι εγώ πάντοτε απαντώ: Όχι. Η αγρύπνια των Φίνεγκαν είναι αδύνατον να μεταφραστεί (τουλάχιστον με την κλασική έννοια του όρου). Τα μυθιστορήματα του Πίντσον, αντίθετα, μεταφράζονται μια χαρά, και μάλιστα η διαδικασία είναι απολαυστική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δύσκολο να μεταφραστούν — είναι και παραείναι, και για μένα τουλάχιστον αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήταν τόσο απολαυστική αυτή η διαδικασία.

Παρά τα όσα είπα ως τώρα, οι μεταφραστές που μεταφράζουν τα βιβλία του Πίντσον σε γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο είναι πολύ τυχεροί. Όποτε συναντούν αλλόκοτα πιντσονικά ονόματα ανθρώπων ή τόπων, είτε πραγματικών είτε φανταστικών, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να τα αντιγράψουν. Εμείς οι ταλαίπωροι, από την άλλη, που μεταφράζουμε από τα αγγλικά σε γλώσσες που χρησιμοποιούν διαφορετικό αλφάβητο, όπως τα ρώσικα, τα σέρβικα (εφόσον τα γράφει κανείς στο κυριλλικό αλφάβητο), τα κινέζικα, τα κορεάτικα, τα γιαπωνέζικα, τα αραβικά ή, στη δική μου περίπτωση, τα ελληνικά, πρέπει πρώτα να ψάξουν να βρουν πώς προφέρονται. Και αυτό προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο δυσκολίας. Για παράδειγμα, πώς ακριβώς προφέρεται η λέξη aqyn, που εκεί γύρω στην κεντρική Ασία σημαίνει τον τροβαδούρο; Και ποια παραλλαγή (γιατί εννοείται ότι υπάρχουν παραλλαγές) πρέπει να υιοθετήσει ο μεταφραστής; Ή τι πρέπει να γίνει με τα αμερικανικά τοπωνύμια ινδιάνικης προέλευσης; Ή με τα γερμανικά ονόματα; Ή τα ισπανικά; Ή τα ρωσικά όπως αυτά εμφανίζονται μεταγραμμένα στα αγγλικά; Σήμερα, με την πληθώρα διαδικτυακών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να βρούμε τα περισσότερα από αυτά με σχετική ευκολία, αλλά και πάλι, αυτό απαιτεί χρόνο, και πάντοτε υπάρχουν περιπτώσεις όπου ακόμη και το διαδίκτυο δεν βοηθά.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Mickey Wolfmann, τον μεγιστάνα των ακινήτων ο οποίος πέφτει θύμα απαγωγής στο Έμφυτο ελάττωμα. Ο Πίντσον γράφει ότι ο Wolfmann ήθελε το όνομά του να γράφεται με δύο n στο τέλος, για να τονίσει τη γερμανική καταγωγή του. Αυτό δεν θα έβγαζε νόημα στη μετάφραση, γιατί το όνομα έπρεπε να μεταγραφεί, και στα ελληνικά δεν μπορείς να τελειώσεις μια λέξη με δύο ν. Έτσι, έπρεπε να επινοήσω κάτι άλλο. Στα αγγλικά, ιδίως στις ΗΠΑ, υπάρχουν πολλά ονόματα γερμανικής, γερμανοεβραϊκής ή πολωνικής προέλευσης. Οι Αμερικανοί έχουν εξαγγλίσει την προφορά αυτών των ονομάτων. Στην Ελλάδα όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, έχουμε την τάση να χρησιμοποιούμε τη γερμανική προφορά τους. Π.χ. οι Αμερικανοί λένε Κίσιντζερ και Λιουίνσκι, ενώ εμείς λέμε Κίσινγκερ και Λεβίνσκι, αντίστοιχα. Έτσι, για να μπορέσω να ακολουθήσω τις εντός του κειμένου οδηγίες του Πίντσον, επέλεξα τη γερμανική προφορά του ονόματος, και ο Γούλφμαν έγινε Βόλφμαν.

Όλα αυτά τα είπα μόνο και μόνο για να υπενθυμίσω ότι ο ρόλος του μεταφραστή δεν θα πρέπει να παραβλέπεται σε μια πραγματικά παγκόσμια κουλτούρα. Μερικές φορές τείνουμε να παίρνουμε κάποια πράγματα ως δεδομένα. Το να κυκλοφορήσει ένα σπουδαίο βιβλίο ή μια σπουδαία ταινία σε πολλές χώρες και γλώσσες φαντάζει αυτονόητο. Ε, λοιπόν, πίσω από αυτό το αυτονόητο γεγονός, υπάρχουν άνθρωποι που χάνουν τον ύπνο τους στοχαζόμενοι πάνω σε φαινομενικά ασήμαντες νοηματικές αποχρώσεις.

Θέλω να ολοκληρώσω εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μου προς όλους τους μεταφραστές σε όλο τον κόσμο.

Είθε οι πονοκέφαλοί σας να αποδίδουν πάντοτε καρπούς.

Σας ευχαριστώ.


Γενέθλιον Thomas Pynchon

08/05/2021

Συνδεσμικά προβλήματα

01/10/2020

Με αφορμή μια δοκιμή που ήθελα να κάνω σε κάποιο πρόσθετο του Firefox (περισσότερα γι’ αυτό ίσως κάποια άλλη στιγμή), έλεγξα τα άρθρα για τον Τόμας Πίντσον που έχω συμπ[εριλάβει στη σελίδα των Συνδέσμων. Με έκπληξη (αν και μάλλον δεν θα έπρεπε), ανακάλυψα ότι πολλοί από τους συνδέσμους δεν λειτουργούσαν. Αναζητώντας, είδα ότι σε κάποιες περιπτώσεις είχαν αλλάξει οι διευθύνσεις των σελίδων που φιλοξενούσαν τα άρθρα, ενώ σε κάποιες άλλες τα κείμενα είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Ανανέωσα περίπου 15 συνδέσμους, έτσι ώστε να παραπέμπουν στη σωστή διεύθυνση, αλλά κάποια πράγματα χάθηκαν. Ίσως μπορεί να βρεθεί κάτι στο Internet Archive ή στο Wayback Machine ή δεν ξέρω πού αλλού, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια έρευνα. Αυτό το τελευταίο ισχύει και για την (πολύ) καθυστερημένη ανανέωση του Πιντσονικού Οδηγού. Προέχει ο ιδιαίτερα δύσκολος Γουίλιαμ Γκας.

Δείτε, πάντως, τη σελίδα των Συνδέσμων και, αν έχω ξεχάσει κάτι, σας παρακαλώ ενημερώστε με.


Ένα παράδειγμα καταστροφής του νοήματος

10/05/2019

Προχθές ήταν τα γενέθλια του Τόμας Πίντσον, ο οποίος έκλεισε αισίως τα 82. Η πολλή δουλειά δεν μου επέτρεψε να γράψω τίποτε σχετικά, ούτε καν να συμμετάσχω με κάποια φωτογραφία στην Pynchon in public day.

 

Είδα όμως κάποιες αναρτήσεις σε Facebook και Instagram από φίλους, καθώς και από λογαριασμούς που δεν γνώριζα. Ένας από αυτούς τους λογαριασμούς ανάρτησε μια εικόνα με μια μεταφρασμένη φράση του Πίντσον. Η μετάφραση δεν ήταν από την επίσημη έκδοση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, αλλά πιθανώς την έκανε μόνος του όποιος ανέβασε την εικόνα. Αυτό, φυσικά, δεν αποτελεί πρόβλημα. Τυχαίνει όμως η εν λόγω μετάφραση να είναι λάθος, και μάλιστα τόσο λάθος που να αλλοιώνει εντελώς το νόημα της πιντσονικής φράσης. Δεν θα κατονομάσω το λογαριασμό, γιατί σκοπός μου δεν είναι να στηλιτεύσω κανέναν —άλλωστε, ουδείς άσφαλτος, που είχε πει και κάποια γνωστή λαϊκή αοιδός— αλλά να δώσω ένα παράδειγμα απόλυτης καταστροφής (μέσω της αντιστροφής) του νοήματος.
Γράφει, λοιπόν, η εικόνα:

 

«Αν σου κάνουν τις λάθος ερωτήσεις δεν πρέπει να τους απασχολούν οι απαντήσεις».

 
Όποιος γνωρίζει καλά κι έχει λατρέψει το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (γιατί από εκεί προέρχεται αυτή η φράση), ήδη ακούει καμπανάκια συναγερμού να χτυπάνε εκκωφαντικά. Η φράση αυτή είναι πασίγνωστη: πρόκειται για την τρίτη Παροιμία για Παρανοϊκούς. Μόνο που είναι εντελώς λάθος. Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η πρόταση, φαίνεται ότι κάποιοι κάνουν σε σένα ερωτήσεις, κι εσύ πρέπει να απαντήσεις, αλλά εφόσον οι ερωτήσεις που σου κάνουν είναι λάθος, οι απαντήσεις σου δεν τους νοιάζουν. Πέρα από το ότι αυτό το πράγμα δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα, αν κάνουμε τον κόπο να ανατρέξουμε στο πρωτότυπο, θα δούμε ότι το πραγματικό νόημα είναι αυτό που γράφει η επίσημη έκδοση: «αν σε καταφέρουν να κάνεις λάθος ερωτήσεις, δε χρειάζεται να ανησυχούν για τις απαντήσεις». Με άλλα λόγια, εσύ κάνεις τις ερωτήσεις, αλλά κάποιοι σε έχουν οδηγήσει στο να κάνεις λάθος ερωτήσεις, κι έτσι, όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις, όποιος κι αν τις δώσει, εκείνοι (ή μάλλον Εκείνοι) δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτε, μια που οι προσπάθειές σου να ανακαλύψεις την όποια αλήθεια θα πέσουν στο κενό.

 
Το νόημα εξηγείται καλύτερα αν δούμε τη φράση μέσα στο συγκείμενό της: (Απολαύστε υπεύθυνα.)

 

Ο Σλόθροπ στριφογυρίζει τη μακριά αλυσίδα με τα κλειδιά του που κρέμεται από το κοστούμι του με το μακρύ σακάκι, με κάποια ανησυχία. Μερικά πράγματα γίνονται αμέσως φανερά. Ακόμη περισσότερα πέφτουν πάνω του από παντού ολόγυρα, πιο πολλά απ’ ό,τι φανταζόταν, ακόμη και στις πιο παρανοϊκές του στιγμές. Το Ιμιπόλεξ G εμφανίζεται σε μια μυστηριώδη «μονωτική συσκευή» σε μια ρουκέτα που εκτοξεύεται με τη βοήθεια ενός πομπού στην οροφή των κεντρικών γραφείων της ολλανδικής Shell, που έχει επίσης την άδεια να εμπορεύεται το Ιμιπόλεξ — μια ρουκέτα που το σύστημα προώθησής της έχει μια παράξενη ομοιότητα με εκείνο που εξελίχτηκε από τη βρετανική Shell περίπου την ίδια εποχή … και ωχ, ωχ, τώρα μόλις τώρα σκέφτεται ο Σλόθροπ πού συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη ρουκέτα — στο γραφείο του κ. Ντάνκαν Σάντις, του γαμπρού του ίδιου του Τσόρτσιλ που εργάζεται έξω από το Υπουργείο Εφοδιασμού, το οποίο βρίσκεται στο Μέγαρο Shell Mex, για όνομα του Θεού.…

 
Εδώ ο Σλόθροπ σκηνοθετεί μια εκπληκτική επιδρομή κομάντο μαζί με τον πιστό σύντροφο Μπλότζετ Ουόξουινγκ στο Μέγαρο Shell Mex — στην καρδιά της θυγατρικής τής Ρουκέτας στο Λονδίνο. Θερίζει διμοιρίες οπλισμένων φρουρών με το μικρό του Στεν και κλοτσάει τα κορίτσια του γραφείου που ουρλιάζουν (πώς αλλιώς να αντιδράσουν, έστω και μέσα σε μια φαντασίωση;) και λεηλατεί άγρια τα αρχεία, πετάει βόμβες Μολότοφ, και όταν τελικά οι κοστουμαρισμένοι άντρες μπαίνουν στο τελευταίο άδυτο, με παντελόνια που φτάνουν ως τις μασχάλες τους και βρομώντας καψαλισμένο μαλλί και αίμα, δε βρίσκουν ούτε τον κ. Ντάνκαν Σάντις να τρέμει από το φόβο μπροστά στην ενάρετη δύναμή τους, ούτε κάποιο ανοιχτό παράθυρο, τσιγγάνικη φυγή, σκορπισμένα χαρτιά ταρό, ούτε καν τεστ ψυχικής δύναμης με το ίδιο το Κονσόρτσιουμ — μόνο ένα μάλλον βαρετό δωμάτιο, μηχανήματα που αναβοσβήνουν ήρεμα παραταγμένα στους τοίχους, αρχεία με κάρτες τρυπημένες και εύθραυστες σαν ζαχαρένια πρόσωπα, εύθραυστες σαν τους τελευταίους γερμανικούς τοίχους που στέκονται χωρίς υποστηρίγματα αφού οι βόμβες άρχισαν να στριφογυρνάνε πάνω ψηλά, απειλώντας να ξεδιπλωθούν από τον ουρανό από τη δύναμη του ανέμου που έχει διώξει μακριά τον καπνό…. Μια οσμή όπλων πλανιέται στον αέρα, και δε φαίνεται πουθενά ούτε μία γυναίκα από γραφεία. Οι μηχανές συζητούν και κουδουνίζουν η μία στην άλλη. Είναι ώρα να κατεβάσεις το γύρο του καπέλου σου, να μοιραστείς μετά από όλη αυτή τη βιαιότητα ένα τσιγάρο και να σκεφτείς πώς θα ξεφύγεις … θυμάσαι πώς μπήκες, όλες τις στροφές της διαδρομής; Όχι. Δεν κοίταζες. Κάποια από όλες αυτές τις πόρτες θα μπορούσε να σε οδηγήσει στην ασφάλεια, αλλά ίσως να μην υπάρχει χρόνος.…

 
Αλλά ο Ντάνκαν Σάντις δεν είναι παρά ένα όνομα, μια λειτουργία, και «πόσο ψηλά φτάνει όλο αυτό» δεν είναι καν η σωστή ερώτηση, γιατί τα σχεδιαγράμματα της οργάνωσης έχουν όλα φτιαχτεί από Εκείνους, οι τίτλοι και τα ονόματα έχουν μπει από Εκείνους, γιατί:

 
Παροιμίες για Παρανοϊκούς, 3: αν σε καταφέρουν να κάνεις λάθος ερωτήσεις, δε χρειάζεται να ανησυχούν για τις απαντήσεις.


Η μετάφραση ως πάλη

25/08/2018

[Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Απηλιώτης, του κατηργημένου πλέον ΕΚΕΜΕΛ. Καθώς δεν υπάρχει πλέον στον ιστότοπο, το αναδημοσιεύω εδώ.]

Η μετάφραση ως πάλη ενάντια στο άγριο τραγούδι του Τόμας Πίντσον

Είναι γνωστό ότι τα τελευταία 20 χρόνια η διαδικασία της μετάφρασης έχει αλλάξει. Βρίσκουμε τον εαυτό μας ολοένα και πιο εξαρτημένο από τις μηχανές αναζήτησης και το διαδίκτυο. Και, όταν πρόκειται για βιβλία δύσκολα, μεγάλα και απαιτητικά, εύλογα δημιουργείται η απορία πώς τα καταφέρναμε στην π.δ. (προ διαδικτύου) εποχή. Τα καταφέρναμε, φυσικά, αλλά μετά από ιδιαίτερα σκληρή πάλη με το κείμενο, με όπλα πολυάριθμα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, και συχνά χωρίς να είμαστε απολύτως βέβαιοι για τις μεταφραστικές μας επιλογές. Σήμερα, με το υπερόπλο αυτό που έχουμε στη διάθεσή μας, το οποίο τείνει να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου τα υπόλοιπα όπλα, η μάχη εξακολουθεί βέβαια να διεξάγεται με την ίδια σφοδρότητα, αλλά με πολύ καλύτερους όρους για μας τους μεταφραστές.

Έχω αναμετρηθεί με αρκετά κείμενα κατά καιρούς, αλλά κανένα δεν συγκρίνεται σε δυσκολία με τα μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον. Ο αναγνώστης συχνά χάνεται μέσα σε έναν κυκεώνα από πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα, μέρη, γεγονότα και αντικείμενα, ενώ την κατάσταση δυσχεραίνει η περίπλοκη σύνταξη, στην οποία οι προτάσεις άλλοτε μένουν ελλιπείς και άλλοτε κατακερματίζονται σε παζλ για δυνατούς λύτες. Και, επειδή η μετάφραση είναι πρώτα απ’ όλα ανάγνωση, ο μεταφραστής τελικά συναντά τα ίδια προβλήματα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Γιατί ο αναγνώστης έχει την πολυτέλεια να προσπεράσει μερικά πράγματα, αν χρειαστεί· ο μεταφραστής δεν μπορεί να το κάνει αυτό.

Ένα προφανές πρόβλημα είναι η απόδοση των κυρίων ονομάτων στα ελληνικά. Οι μεταφραστές από τα αγγλικά προς άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο, δεν έχουν πρόβλημα εδώ· απλώς τα γράφουν. Εμείς, που χρησιμοποιούμε διαφορετικό αλφάβητο, πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την προφορά τους. Αυτό παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Κάποια τοπωνύμια είναι παντελώς άγνωστα σ’ εμάς, και πρέπει να δούμε πώς τα προφέρουν οι Αμερικανοί (μια που μιλάμε για αμερικανό συγγραφέα)· άλλα είναι μεταγραφές από άλλες γλώσσες, πράγμα που δυσχεραίνει την έρευνα· άλλα είναι φανταστικά, οπότε δεν υπάρχει πλαίσιο αναφοράς· και σε μερικές περιπτώσεις κάποιες προφορές ή ορθογραφίες είναι διαδεδομένες στην Ελλάδα, χωρίς όμως να είναι οι σωστές. Πώς γράφει κανείς το Derbyshire, για παράδειγμα; Ντέρμπισαϊρ, ή Ντάρμπισιρ;

Και πολλές φορές η έρευνα για την προφορά δεν αρκεί. Στο Ενάντια στη Μέρα, προς το τέλος, αναφέρεται το τοπωνύμιο «Mount Washington». Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πρόκειται για το γνωστό «Όρος Ουάσινγκτον». Μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο, όμως, έδειξε ότι το «Όρος Ουάσινγκτον» βρίσκεται στο Νιου Χάμπσαϊρ, δηλαδή στο βορειοανατολικό άκρο των Η.Π.Α., ενώ η πλοκή του μυθιστορήματος στο συγκεκριμένο σημείο εκτυλισσόταν στην Καλιφόρνια. Όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο για συνοικία του Λος Άντζελες, οπότε το «όρος» έγινε «μάουντ».

Το Ενάντια στη Μέρα ακολουθεί τους χαρακτήρες του σε διάφορα μέρη του κόσμου: Η.Π.Α., Μεξικό, Ισλανδία, Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, Βαλκάνια, Ελλάδα, Ρωσία, Τουρκία, Κεντρική Ασία, Σιβηρία, Μαρόκο, καθώς και μέρη που δεν υπάρχουν καν στο χάρτη. Και όπου κι αν πηγαίνει η πλοκή, αναφέρονται τοπωνύμια, τοπικά φαγητά, και λέξεις και φράσεις στις ντόπιες γλώσσες, οι περισσότερες απ’ αυτές χωρίς μετάφραση στο πρωτότυπο. Αλλού βρίσκει κανείς τοπικά ονόματα φυτών και λουλουδιών, ονόματα χρωμάτων, ονομασίες ρούχων, και αναφορές σε ιστορικά γεγονότα. Όλα αυτά σημαίνουν έρευνα, έρευνα και ξανά έρευνα, μεγάλο μέρος της οποίας δεν περνά στη μετάφραση, αλλά πρέπει να γίνεται έτσι κι αλλιώς, ώστε να ξέρει ο μεταφραστής τι ακριβώς συμβαίνει ― κι ας χαθεί προσωρινά στο λαβύρινθο ο αναγνώστης, δεν πειράζει, αν αυτό επιδιώκει ο συγγραφέας. Και είναι πάντοτε καλό να έχει κανείς φίλους με γνώσεις που δεν διαθέτει ο ίδιος, καθώς χρειάστηκε να ζητήσω βοήθεια από συναδέλφους μουσικούς με μητρική γλώσσα τα ρωσικά, τα αλβανικά, τα σερβικά και τα γερμανικά, και από ένα φίλο με πτυχίο Ισπανικής Φιλολογίας, αλλά πραγματικά χωρίς το διαδίκτυο δεν υπήρχε περίπτωση να διερευνήσω ούτε τις μισές απ’ όλες αυτές τις πληροφορίες. Και βέβαια, υπάρχει και η επιστημονική ορολογία.

Ο Πίντσον παίζει πολύ με την επιστήμη, ειδικά με τη φυσική και τα μαθηματικά, ίσως γιατί και ο ίδιος σπούδασε μηχανολογία. Η φύση του φωτός και ο διανυσματικός λογισμός αποτελούν κεντρικά θέματα του Ενάντια στη Μέρα, καθώς η πλοκή εκτυλίσσεται την εποχή που γίνονταν οι σχετικές ανακαλύψεις. Όλη αυτή η ορολογία βρέθηκε χάρη στο διαδίκτυο, και με τη συνδρομή ενός φίλου μαθηματικού, ο οποίος βρήκε εκεί τη σωστή απόδοση του όρου quaternion (τετραδόνιο), που δεν τον είχα ακούσει ποτέ μου και που, φυσικά, δεν υπήρχε σε κανένα λεξικό.

Πέρα από τον πραγματολογικό εφιάλτη, όμως, η ιδιαίτερη γραφή του Τόμας Πίντσον έχει και καθαρά γλωσσικές δυσκολίες. Στην προσπάθειά του να βάλει τον αναγνώστη βαθιά στο κλίμα, το γλωσσικό του ύφος ακολουθεί την πλοκή κατά πόδας. Έτσι, συναντά κανείς αργκό διαφόρων ειδών και εποχών, όπως και ελλειπτικό προφορικό λόγο, που πολλές φορές θέλει μεγάλη προσπάθεια να καταλάβεις τελικά τι εννοεί, ενώ στα πιο λυρικά, σοβαρά ή φιλοσοφημένα κομμάτια οι περίοδοι μεγαλώνουν, σπάνε σε πάμπολλες δευτερεύουσες προτάσεις, και πρέπει πρώτα να αποδομήσεις τις παραγράφους ώστε να βρεις τι πηγαίνει πού, και μετά να τις δομήσεις ξανά από την αρχή, με τρόπο που να βγάζει νόημα στην ελληνική γλώσσα, η οποία έχει άλλη λογική και ακολουθεί άλλους κανόνες.

Τα λογοπαίγνια έχουν ταλαιπωρήσει αμέτρητους μεταφραστές ως σήμερα, και δυστυχώς φαίνεται πως του Πίντσον του αρέσουν πολύ. Μάλιστα, σε ένα σημείο στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, πλάθει μια ολόκληρη ιστορία επί μιάμιση σελίδα, εντελώς άσχετη με οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στο βιβλίο, μόνο και μόνο για να μπορέσει στο τέλος να κάνει ένα αμφίβολης αξίας λογοπαίγνιο (που φυσικά, λόγω της μακροσκελούς προετοιμασίας του, δεν γινόταν με κανέναν τρόπο να περάσει στα ελληνικά). Το «αμφίβολης αξίας» δεν αποτελεί δική μου κρίση· ο Πίντσον συχνά χρησιμοποιεί χιούμορ που στα δικά μας μάτια φαντάζει παρωχημένο και αποτυχημένο, αλλά το κάνει εν γνώσει του. Το λέει και μόνος του, στο Ενάντια στη Μέρα:

Ο ίδιος ο Νάρβικ, που οι φήμες έλεγαν πως δεν κοιμόταν ποτέ, συνέχιζε να πηγαινοέρχεται νευρικά, όπως έκανε όλη νύχτα, χαιρετούσε τους πελάτες, έφερνε παραγγελίες από την κουζίνα, έπαιρνε χρήματα, και γενικά προσπαθούσε με αρκτικό χιούμορ να φτιάξει τη διάθεση όσων περίμεναν στην ουρά πολλή ώρα.

Και ακολουθούν τρία πραγματικά κρύα αστεία, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να αποδοθούν στα ελληνικά, κι έτσι αντικαταστάθηκαν από τρία άλλα αστεία, εξίσου κρύα. Λίγο μετά, ένας χαρακτήρας λέει «Μάλλον θα πάρω δυο μερίδες Κρέας Όλαφ». Τέτοια συνταγή βέβαια δεν υπάρχει· πρόκειται για αναγραμματισμό του αγγλικού meat loaf, που είναι το ρολό, αλλά ο Πίντσον το έκανε Olaf γιατί η πλοκή σε εκείνο το σημείο εκτυλίσσεται στην Ισλανδία (άλλη μια σύνδεση με το προηγούμενο «αρκτικό χιούμορ»), και το Όλαφ είναι τυπικό σκανδιναβικό όνομα.

Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό της πιντσονικής αφήγησης, όπως γράφει και το οπισθόφυλλο του Ενάντια στη Μέρα, είναι ότι «οι χαρακτήρες σταματούν ό,τι κάνουν για να τραγουδήσουν ως επί το πλείστον ανόητα τραγούδια». Και αυτό σημαίνει ότι ο μεταφραστής καλείται να μεταφράσει στίχο, που είναι μια εντελώς διαφορετική μορφή γραφής και ζητά εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Ξαφνικά πρέπει να στριμώξεις τα νοήματα σε μέτρο και να επινοήσεις ομοιοκαταληξίες, όπως κάνει το πρωτότυπο, γιατί αλλιώς το τραγούδι δεν είναι τραγούδι. Η ελληνική γλώσσα, όμως, διαθέτει αφθονία πολυσύλλαβων λέξεων, ενώ η αγγλική δείχνει μια προτίμηση στις μονοσύλλαβες· αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ ευκολότερο να σχηματίσεις στίχους με μικρό αριθμό μέτρων στα αγγλικά, και επομένως στα ελληνικά πρέπει είτε να αλλάξει το μέτρο, είτε να αφαιρεθούν λέξεις. Πρακτικά, ο μεταφραστής καλείται να ξαναγράψει το τραγούδι έτσι ώστε αυτό να μπορεί με κάποιον τρόπο να τραγουδηθεί στα ελληνικά.

Όταν ο Πίντσον μιλάει για «ανόητα τραγούδια», δεν υπερβάλλει. Στο Ενάντια στη Μέρα υπάρχει ένα χαρακτηριστικό δείγμα, το οποίο τραγουδά ένας φοιτητής μαθηματικών για ένα άγαλμα που απεικόνιζε ένα μικρό κορίτσι με κάτι χήνες στην κεντρική πλατεία του Γκέτινγκεν:

Α, ποτέ δεν κάνει αστεία

Με του Κάντορ τη θεωρία,

Ούτε έχει στο μαστέλο

Το αξίωμα του Τσερμέλο,

Έχει όμως εραστές

Του Φρομπένιους θαυμαστές,

Και τους έχει όλους μαγέψει

Σαν του Πουανκαρέ τη σκέψη,

Και παρόλο που αγνοεί

Την κατανομή Κοσί

Και του Ρίμαν τις διαστάσεις,

Δεν χρειαζόμαστε συστάσεις…

Τα φιλιά της λένε αντίο

Στου Γουιτάκερ το βιβλίο—

Το απρόβλεπτο συγκλίνει,

Θαύμα που μπορεί να γίνει,

Εψιλονικοί χοροί

Κι ευκαιρία για τρελή

Αγάπη…

Η φράση «ανόητα τραγούδια», όμως, είναι η μισή αλήθεια, γιατί ο Πίντσον διαρκώς πετάγεται με περισσή ευκολία από το αστείο στο σοβαρό, και από το γελοίο στο λυρικό. Σαν απόδειξη, κλείνω με ένα απόσπασμα από το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, ένα έργο το οποίο θεωρώ ασύγκριτο. Αλλά, βέβαια, ήταν το πρώτο βιβλίο του Πίντσον που μετέφρασα, και επομένως δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός απέναντί του:

Ο Σλόθροπ μπήκε στο βαγόνι που κουνιόταν μαζί με άλλες τριάντα κρύες και κουρελιασμένες ψυχές, με κόρες ματιών διεσταλμένες και χείλη γεμάτα πληγές. Κάποιοι απ’ αυτούς τραγουδούσαν. Πολλοί ήταν παιδιά. Ήταν ένα προσφυγικό τραγούδι, και ο Σλόθροπ θα το ακούει συχνά μέσα στη Ζώνη, στους καταυλισμούς, έξω στο δρόμο, σε δεκάδες παραλλαγές:

Ένα τρένο αν δεις απόψε,

Μακριά στον ουρανό,

στην κουβέρτα σου κοιμήσου,

και ας πάει στο καλό.

Τρένα μας καλούν τη νύχτα,

Χίλια μίλια μακριά,

Σε αδειανές περνάνε πόλεις,

Δίχως στάση πουθενά.

Οδηγός στη μηχανή τους

Δεν υπάρχει πια κανείς,

Τρένα δίχως επιβάτες,

Είν’ της νύχτας της πικρής.

Οι σταθμοί έρημοι στέκουν,

Και οι ράγες είν’ ψυχρές:

Συνεχίζουν ως το αύριο,

Κι εμείς μένουμε στο χθες.

Για τη νύχτα είναι φτιαγμένα,

Για να χύνουν δάκρυα κρύα.

Κι εμείς είμαστε φτιαγμένοι

για τραγούδι κι αμαρτία.

Γιώργος Κυριαζής


Ο σπόρος της καταστροφής

25/08/2018

[Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια σύντομη παρουσίαση του Έμφυτου Ελαττώματος και δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία στις 21/5/2011. Επειδή ο ιστότοπος της εφημερίδας (όπως και η ίδια η εφημερίδα) δεν υπάρχει πλέον, το αναδημοσιεύω εδώ.]

Λος Άντζελες, 1970. Πρόεδρος της Αμερικής είναι ο Νίξον, και κυβερνήτης της Καλιφόρνιας ο Ρίγκαν. Η διαφθορά, η καταπίεση και η απληστία αρχίζουν να εξαπλώνονται, και οι φόνοι του Τσαρλς Μάνσον αποτελούν την ταφόπλακα στην αντικουλτούρα των χίπηδων, τους οποίους όλοι οι «νορμάλ» άνθρωποι αρχίζουν πλέον να βλέπουν με καχυποψία και φόβο.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκτυλίσσεται το Έμφυτο Ελάττωμα του Τόμας Πίντσον. Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στα χνάρια του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ, αλλά βέβαια δεν είναι ένα τυπικό βιβλίο του είδους, και ο πρωταγωνιστής του, ο Λάρι «Ντοκ» Σπορτέλο, δεν είναι ούτε Σαμ Σπέιντ ούτε Φίλιπ Μάρλοου. Τα βασικά στοιχεία, παρόμοια με αυτά που βρίσκουμε στα φιλμ νουάρ, είναι παρόντα: δράση, μυστήριο, φόνοι, εξαφανίσεις, ανατροπές, μπλεξίματα, πάλη ανάμεσα στη διαφθορά και την ηθική ακεραιότητα, γυναίκες από το παρελθόν, και επιπλέον λαθρεμπόριο, ξέπλυμα χρημάτων, τοκογλυφία, ναρκωτικά, τρέλα, αλλά οι ομοιότητες σταματούν εδώ. Οι χαρακτήρες του Πίντσον δεν κάθονται στα μπαρ πίνοντας ουίσκι, αλλά βλέπουν τηλεόραση καπνίζοντας μαριχουάνα. Η μουσική υπόκρουση δεν είναι η πονεμένη και αισθαντική τζαζ που βλέπουμε στις ταινίες, αλλά διάφορα υπαρκτά ή φανταστικά συγκροτήματα ποπ, σερφ, ροκ και λάτιν. Και ο πρωταγωνιστής είναι ένα απομεινάρι της γεμάτης χρώμα, αγάπη και αθωότητα εποχής των χίπηδων, χωρίς ούτε ίχνος από τον κυνισμό που χαρακτηρίζει άλλους, διασημότερους και παλαιότερους, συναδέλφους του.

Το Έμφυτο Ελάττωμα εντάσσεται στα «καλιφορνέζικα» βιβλία του Πίντσον, μαζί με τη Συλλογή των 49 στο Σφυρί και το Βάινλαντ. Το χαρακτηριστικό αυτής της τριλογίας είναι ότι αποτελούν πιο «ελαφριά» αναγνώσματα (σε σύγκριση, πάντοτε, με τα άλλα βιβλία του συγγραφέα, στα οποία εύκολα χάνεσαι) και έχουν πιο γραμμική πλοκή και πιο εμφανείς πρωταγωνιστές σε σχέση με το Ενάντια στη Μέρα ή το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, για παράδειγμα. Ο αναγνώστης θα έρθει για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με το πιντσονικό σύμπαν, αλλά αυτή τη φορά θα το προσεγγίσει πιο εύκολα, και λόγω του μικρότερου μεγέθους του βιβλίου, και λόγω της νουάρ τεχνοτροπίας που υιοθετεί ο συγγραφέας. Αλλά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του Πίντσον (οι εμμονές του, θα ’λεγε κανείς, που τις βρίσκουμε σε όλα του τα μυθιστορήματα) είναι εδώ: οι καθημερινοί άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους αντιμέτωποι με φανερούς και κρυφούς μηχανισμούς εξουσίας, η γλώσσα είναι άλλοτε πολύπλοκη κι άλλοτε ελλειπτική, υπάρχει μια διάχυτη ελαφρότητα κι ένα τρελό κέφι σε μόνιμη αντίστιξη με μια βαριά σκοτεινιά που μοιάζει να ανατέλλει στον ορίζοντα, κυριαρχεί η τρελή φαντασία και η επινοητικότητα, που σε σημεία απογειώνει την αφήγηση, και επίσης γίνεται μια σχεδόν εγκυκλοπαιδική παράθεση προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων, καθώς και συνεχείς αναφορές στην ποπ κουλτούρα, την υποκουλτούρα και την αντικουλτούρα.

Η διαφορά εδώ είναι ότι μάλλον υπάρχει και υλικό από τη ζωή και τις αναμνήσεις του ίδιου του συγγραφέα. Απ’ ό,τι λέγεται (γιατί με τον Τόμας Πίντσον δεν μπορεί ποτέ κανείς να είναι σίγουρος), την εποχή που έγραφε το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έμενε στην Παραλία Μανχάταν του Λος Άντζελες. Αυτή η περιοχή είναι το σκηνικό όπου διαδραματίζεται το Έμφυτο Ελάττωμα, μόνο που ο Πίντσον της έχει δώσει το όνομα Γκορντίτα. Η περιοχή και η εποχή μαζί ορίζουν το όλο κλίμα του βιβλίου, το οποίο είναι διαποτισμένο από την κουλτούρα του σερφ, της μαριχουάνας και του ροκ εν ρολ.

Σε βαθύτερο επίπεδο, το Έμφυτο Ελάττωμα αποπνέει νοσταλγία· όχι μόνο τη νοσταλγία του συγγραφέα για τη νιότη του και τον τόπο όπου έζησε, αλλά νοσταλγία (και μαζί θλίψη) για μια εποχή, ή μια ευκαιρία, που χάθηκε: η δεκαετία του 1960 έσβησε άδοξα, το όνειρό της δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, η Αμερική ακολούθησε το δρόμο της υποταγής στην απληστία. Και, το χειρότερο, αυτό ήταν αναπόφευκτο. Γι’ αυτό και ο Πίντσον διάλεξε αυτό τον τίτλο, που αναφέρεται σε προϊόντα ιδιαίτερα ευπαθή λόγω κατασκευής ή λόγω της ίδιας της φύσης τους.

Τα πάντα έχουν μέσα τους το σπόρο της καταστροφής τους.

Γιώργος Κυριαζής


The Zone – τα τεύχη

25/08/2018

Ο ιστότοπος του The Zone, του μοναδικού ελληνικού ηλεκτρονικού περιοδικού για τον Τόμας Πίντσον, είναι πλέον ανενεργός. Τα τεύχη του περιοδικού, όμως, μπορείτε να τα κατεβάσετε σε μορφή pdf από αυτούς τους συνδέσμους:
1ο τεύχος
2ο τεύχος
3ο τεύχος
4ο τεύχος
5ο τεύχος