Βιβλίο ή ταινία; (Για το «Έμφυτο ελάττωμα»)

08/03/2015

Αν θέλετε μονολεκτική απάντηση, βιβλίο.

Αλλά οι μονολεκτικές απαντήσεις, όπως τα αποφθέγματα και τα συνθήματα, σπάνια δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα. Ας προσπαθήσω, λοιπόν, κάπως περισσότερο.

Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία, είναι δύο εντελώς διαφορετικά μέσα, και επομένως είναι, σε μεγάλο βαθμό, μη συγκρίσιμα.

Αφού είναι μη συγκρίσιμα, πώς γίνεται να προτιμώ το ένα από το άλλο;

Ο κινηματογράφος είναι από εκείνες τις τέχνες που βασίζονται στη ροή του χρόνου, όπως το θέατρο και η μουσική. Το γεγονός ότι βασίζονται στη ροή του χρόνου σημαίνει πως υπάγονται στους περιορισμούς που θέτει αυτή η ροή από τη φύση της. Ο θεατής/ακροατής πρέπει να δέχεται την εμπειρία της θέασης/ακρόασης απερίσπαστος για συγκεκριμένο και συνεχές χρονικό διάστημα. Η λογοτεχνία, από την άλλη, είναι άχρονη: το έργο τέχνης στέκεται έξω από τη ροή του χρόνου. Ο αναγνώστης μπορεί να το διαβάζει αποσπασματικά, σε μικρές ή μεγάλες περιόδους, να σταματά, να πηγαίνει πίσω να ξαναδεί κάτι, να κάνει παύση για να σκεφτεί κάτι που διάβασε.

Επιπλέον, ο χρόνος παρουσιάζει ένα μεγάλο και αξεπέραστο πρόβλημα: είναι πεπερασμένος. Κατά συνέπεια, σε τέχνες όπως ο κινηματογράφος, και εφόσον μιλάμε για κινηματογραφική μεταφορά ενός λογοτεχνήματος, ο δημιουργός δεν έχει το χρόνο να ενσωματώσει ολόκληρο το βιβλίο στην ταινία του. Απλούστατα, δεν γίνεται. Και αυτή είναι η αιτία για το ένα, τουλάχιστον, από τα παράπονα που έχω σχετικά με το Έμφυτο Ελάττωμα του Πολ Τόμας Άντερσον.

Κατ’ αρχάς, να είμαι σαφής: παρ’ όλο που οι γνώμες γενικώς διίστανται, η ταινία μου άρεσε. Και έχουν δίκιο όσοι λένε ότι μία φορά δεν φτάνει. Συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα που διαρκούν πάρα πολύ λίγο (παρά τον φαινομενικά αργό ρυθμό της ταινίας) και μπορείς άνετα να τα χάσεις την πρώτη φορά, τα πρόσωπα είναι πολλά, και οι διάλογοι πυκνοί. Ακόμη και η αφήγηση είναι πυκνή, και μάλιστα πολλές φορές λέει ουσιαστικά πράγματα που τα χάνεις γιατί σε αποσπά η εικόνα. Πιστεύω πως ο Άντερσον ήθελε να δώσει μια ατμόσφαιρα 1970, και τα κατάφερε, μια που το αποτέλεσμα μου θύμισε τις αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές της εποχής. Τότε που τις βλέπαμε, ο ρυθμός τους μας φαινόταν καταιγιστικός· σήμερα, μας φαίνονται αργές.

Έχω όμως παράπονα από την ταινία, και αυτά σχετίζονται ακριβώς με την (αναπόφευκτη, δυστυχώς) σύγκριση με το βιβλίο. Υπάρχουν ολόκληρες σκηνές στο βιβλίο που λείπουν από την ταινία, και είναι κρίμα, γιατί θα ενίσχυαν κατά πολύ το κωμικό στοιχείο της ταινίας ― κάτι που υπήρχε έντονα στο τρέιλερ, αλλά που τελικά ήταν διάσπαρτο και πολλές φορές δεν το έπιανες με την πρώτη. Φέρνω ως παράδειγμα τη σκηνή στο Λας Βέγκας, καθώς και εκείνη τη φοβερή σκηνή όπου ο Ντοκ πηγαίνει κάτι πακέτα με ηρωίνη στο σπίτι του Ντένις, και την άλλη μέρα τον βρίσκει να κάθεται και να κοιτάζει τα πακέτα, νομίζοντας πως βλέπει τηλεόραση.

Ένα άλλο παράπονο έχει να κάνει με τη μουσική επένδυση της ταινίας. Ο Άντερσον έχει βάλει ωραία μουσική, αλλά λίγη (το πρόβλημα με το χρόνο, που λέγαμε), και μεγάλο μέρος της είναι μεταγενέστερη (μετά το 1970), ενώ ο Πίντσον έχει αναφορές σε πάνω από εκατό τραγούδια και καλλιτέχνες πριν από το 1970, και η αναζήτηση και ακρόαση αυτών των τραγουδιών κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης δίνει άλλη διάσταση στο βιβλίο.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, πιστεύω πως είναι το τέλος της ταινίας. Ο Άντερσον έχει κάνει διάφορες αλλαγές οι οποίες δεν ενοχλούν, αλλά η αλλαγή του τέλους, για όποιον έχει διαβάσει το βιβλίο, είναι κάπως ενοχλητική. Για μένα, το τέλος του βιβλίου είναι το πιο όμορφο κομμάτι του, αυτό που δίνει ξεκάθαρα τον τόνο της πιντσονικής αφήγησης, επιστεγάζει με αναπάντεχο τρόπο όσα προηγήθηκαν, και δημιουργεί έντονο αίσθημα νοσταλγίας για μια εποχή και για μια ευκαιρία που χάθηκαν, κάτι που διαπνέει όλο το βιβλίο και εκεί βρίσκει την κορύφωσή του. Στην ταινία, αντίθετα, έχουμε ένα τέλος εντελώς ουδέτερο (κάτι που μάλλον συνηθίζει ο Άντερσον) και κάπως κοινότοπο, με τον Ντοκ να έχει ξαναβρεί την παλιά του αγάπη, χωρίς όμως να την έχει ξαναβρεί, και να οδηγούν μαζί μέσα σε μια υποψία ομίχλης η οποία απλώς δίνει ένα ονειρικό φόντο, ενώ στο βιβλίο παίζει οργανικό ρόλο.

Αλλά εντάξει, δεν θα γκρινιάξουμε κιόλας. Ο Άντερσον έκανε μια καλή ταινία, που αποτελεί τη δική του άποψη για το βιβλίο ― κι εδώ έχουμε άλλο ένα έμφυτο ελάττωμα της κινηματογραφικής μεταφοράς μυθιστορημάτων. Βλέπετε, ο θεατής γίνεται αποδέκτης της άποψης του Άντερσον για το βιβλίο του Πίντσον, ενώ ο αναγνώστης διαμορφώνει τη δική του άποψη, τις δικές του εικόνες και το δικό του ρυθμό.

Και για να δώσω κι ένα τέλος στην αμπελοφιλοσοφία μου, ορίστε και δύο συνεντεύξεις που έδωσα τις τελευταίες μέρες με αφορμή την ταινία. Η πρώτη είναι στον Νικόλα Ζώη, για τον ιστότοπο popaganda.gr, και η δεύτερη είναι μια βιντεοσυνέντευξη που δώσαμε από κοινού με τους φίλους λάτρεις του Πίντσον Βασίλειο Δρόλια και Γιώργο Μαραγκό στον Θοδωρή Σκριβάνο, για τον ιστότοπο της εφημερίδας Τα Νέα.

Απολαύστε υπεύθυνα.

Υ.Γ.: Με την ευκαιρία την προβολής της ταινίας, οι Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν το Έμφυτο Ελάττωμα με καινούργιο εξώφυλλο:
9789600353204-200-0609141