Σήμερα έπεσα τυχαία πάνω σε μια ανάρτηση στο μουσικό ιστολόγιο A Closet of Curiosities που αναφέρεται στη μουσική των ινδιάνων Ταραουμάρα του Μεξικού, και αμέσως θυμήθηκα τις περιπέτειες του Φρανκ Τράβερς εκεί, στο Ενάντια στη Μέρα.
Οι Ταραουμάρα ζουν σχεδόν απομονωμένοι, λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους σε εκείνη την περιοχή, κι έτσι ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός τους άγγιξε χωρίς να τους παρασύρει στη δίνη του. Ό,τι στοιχεία δανείστηκαν, τα ενσωμάτωσαν στη δική τους κουλτούρα, όπως τα βιολιά, που ακούγονται στο δίσκο.
Η μουσική είναι χορευτική και θρησκευτική συνάμα, συνδυάζοντας τον καθολικισμό (αποτέλεσμα του εντατικού εκχριστιανισμού τους από τους Ισπανούς) με τον παγανισμό. Κάτι έχει να πει κι ο Πίντσον πάνω σ’ αυτό:
Έφτασαν σε μια σπηλιά όπου έβρεχε, ήρεμα αλλά σταθερά. Μέσα σ’ αυτή τη συγκεκριμένη σπηλιά, του εξήγησε, έπεφτε σταθερά για χιλιάδες χρόνια όλη η βροχή που θα έπρεπε να πέφτει στη νοτιοδυτική έρημο ‒ αχνώδης και γκρίζα, όχι από κάποια πηγή μέσα στο βουνό, ή από κάποια σύννεφα απέξω, ακριβώς από πάνω τους, αλλά σαν συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, εγκλήματος ή λάθους, που είχε δημιουργήσει εξαρχής αυτή την έρημο….
«Δεν νομίζω», αντέταξε ο Φρανκ. «Η έρημος είναι κάτι που προέκυψε μέσα στον γεωλογικό χρόνο. Δεν είναι η προσωπική τιμωρία κάποιου».
«Πολύ παλιά, πριν αρχίσουν όλα αυτά, όταν εκείνοι σχεδίαζαν τον κόσμο—»
«“Εκείνοι”;»
«“Εκείνοι”. Ο σκοπός ήταν το νερό να βρίσκεται παντού, ελεύθερο για όλους. Το νερό ήταν ζωή. Μετά, μερικοί έγιναν άπληστοι». Και συνέχισε λέγοντας στον Φρανκ πώς γεννήθηκε η έρημος, με σκοπό τη μετάνοιά τους. Κι έτσι, σαν αντιστάθμισμα, κάπου κρυμμένη μέσα στα αμέτρητα μίλια ερημιάς, γεννήθηκε αυτή η σπηλιά, γεμάτη νερό που έπεφτε αιώνια. Αν ήθελε κανείς να την αναζητήσει, μπορούσε να προσπαθήσει, φυσικά, αλλά το πιθανότερο ήταν να περιπλανιέται για πάντα χωρίς να τη βρει.
Και, όπως συμβαίνει πάντα με τον Πίντσον, η απομάκρυνση από το δυτικό πολιτισμό ισοδυναμεί με βουτιά στη μαγεία, ενίοτε κυριολεκτική, εδώ μεταφορική.
Επέστρεψαν στον καταυλισμό τους στην έρημο ανάμεσα σε περιδινούμενα χρώματα, όπως ματζέντα, τιρκουάζ χαμηλής φωτεινότητας, κι ένα περίεργο χλομό βιολετί με νερά, τα οποία εμφανίζονταν όχι μόνο γύρω από τα περιγράμματα, αλλά και μέσα απ’ αυτά, σε κηλίδες και μουντζούρες, αφήνοντας πού και πού να φανεί μια μοναχική ομάδα από φιγούρες στο λιβάδι, προς το ηλιοβασίλεμα, που τα ανέγγιχτα βάθη του απλώνονταν με τον άνεμο για εκατοντάδες μίλια μέσα στον αέρα, ο οποίος, παρά την καθαρότητά του, άρχιζε μέσα σ’ αυτό το τελευταίο φως να θαμπώνει με κρυσταλλική πυκνότητα τα μακρινά βουνά, που τώρα έμοιαζαν με σκίτσα που απεικόνιζαν άλλους κόσμους, μυθικές πόλεις στον ορίζοντα….