Πρόσφατα εμφανίστηκαν στο διαδίκτυο δυο κριτικές αναγνωστών για δυο μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον.
Η πρώτη αναρτήθηκε στο ιστολόγιο Beach Sloth, και αφορά στο Μέισον και Ντίξον. Περιέχει αρκετές εύστοχες παρατηρήσεις, όπως ότι μια σελίδα του Πίντσον θα μπορούσε να αποτελέσει, στα χέρια κάποιου άλλου ― λιγότερο παράξενου ― συγγραφέα, ολόκληρο διήγημα. Επίσης σωστό είναι το ότι, για πρώτη ίσως φορά, ο Πίντσον δίνει τόση σημασία στα συναισθήματα των χαρακτήρων του, οι οποίοι είναι πέρα για πέρα ανθρώπινοι. Μιλάμε, βέβαια, για τους δυο πρωταγωνιστές, γιατί στο βιβλίο θα βρει κανείς και εντελώς τρελά (αλλά άκρως ενδιαφέροντα) πράγματα. Και συμφωνώ και με τα όσα λέει ο ανώνυμος ιστολόγος για τη γραφή του Πίντσον.
Η δεύτερη αναρτήθηκε στο ιστολόγιο Mindful Pleasures, του Brian A. Oard (προφανώς λογοπαίγνιο πάνω στον προσωρινό τίτλο του Gravity’s Rainbow, ο οποίος ήταν Mindless Pleasures), και αφορά στο Inherent Vice. Η κριτική δεν είναι και πολύ θετική, αλλά αυτό έχει να κάνει με το ότι ο Brian συγκρίνει το βιβλίο με τα Πιντσονικά μεγαθήρια (V., Μέισον & Ντίξον, Ενάντια στη Μέρα και το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας), οπότε είναι απολύτως φυσιολογικό που το βρίσκει πιο ελαφρύ και ρηχό. Όπως λέει κι ο ίδιος, «καλό είναι, αλλά ο Τόμας Πίντσον είναι ικανός για κάτι πολύ καλύτερο». Θυμίζω ότι ακριβώς το ίδιο είχε γραφτεί και για το Βάινλαντ, άλλο ένα από τα «καλιφορνέζικα» βιβλία του Πίντσον, πράγμα που προσωπικά με οδηγεί στη σκέψη ότι αυτά τα βιβλία ο Πίντσον τα ήθελε έτσι, δεν του βγήκαν έτσι τυχαία, και επομένως δεν μπορεί κανείς να τα χαρακτηρίσει υποδεέστερα· είναι απλώς διαφορετικά. Εξάλλου, και σε αυτά υπάρχει το απαράμιλλο πιντσονικό ύφος, που και από μόνο του αρκεί για να σε κάνει να τινάζεσαι κατά την ανάγνωση και, στο τέλος, να θέλεις κι άλλο.