Η μετάφραση ως πάλη

25/08/2018

[Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Απηλιώτης, του κατηργημένου πλέον ΕΚΕΜΕΛ. Καθώς δεν υπάρχει πλέον στον ιστότοπο, το αναδημοσιεύω εδώ.]

Η μετάφραση ως πάλη ενάντια στο άγριο τραγούδι του Τόμας Πίντσον

Είναι γνωστό ότι τα τελευταία 20 χρόνια η διαδικασία της μετάφρασης έχει αλλάξει. Βρίσκουμε τον εαυτό μας ολοένα και πιο εξαρτημένο από τις μηχανές αναζήτησης και το διαδίκτυο. Και, όταν πρόκειται για βιβλία δύσκολα, μεγάλα και απαιτητικά, εύλογα δημιουργείται η απορία πώς τα καταφέρναμε στην π.δ. (προ διαδικτύου) εποχή. Τα καταφέρναμε, φυσικά, αλλά μετά από ιδιαίτερα σκληρή πάλη με το κείμενο, με όπλα πολυάριθμα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, και συχνά χωρίς να είμαστε απολύτως βέβαιοι για τις μεταφραστικές μας επιλογές. Σήμερα, με το υπερόπλο αυτό που έχουμε στη διάθεσή μας, το οποίο τείνει να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου τα υπόλοιπα όπλα, η μάχη εξακολουθεί βέβαια να διεξάγεται με την ίδια σφοδρότητα, αλλά με πολύ καλύτερους όρους για μας τους μεταφραστές.

Έχω αναμετρηθεί με αρκετά κείμενα κατά καιρούς, αλλά κανένα δεν συγκρίνεται σε δυσκολία με τα μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον. Ο αναγνώστης συχνά χάνεται μέσα σε έναν κυκεώνα από πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα, μέρη, γεγονότα και αντικείμενα, ενώ την κατάσταση δυσχεραίνει η περίπλοκη σύνταξη, στην οποία οι προτάσεις άλλοτε μένουν ελλιπείς και άλλοτε κατακερματίζονται σε παζλ για δυνατούς λύτες. Και, επειδή η μετάφραση είναι πρώτα απ’ όλα ανάγνωση, ο μεταφραστής τελικά συναντά τα ίδια προβλήματα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Γιατί ο αναγνώστης έχει την πολυτέλεια να προσπεράσει μερικά πράγματα, αν χρειαστεί· ο μεταφραστής δεν μπορεί να το κάνει αυτό.

Ένα προφανές πρόβλημα είναι η απόδοση των κυρίων ονομάτων στα ελληνικά. Οι μεταφραστές από τα αγγλικά προς άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο, δεν έχουν πρόβλημα εδώ· απλώς τα γράφουν. Εμείς, που χρησιμοποιούμε διαφορετικό αλφάβητο, πρέπει να ψάξουμε να βρούμε την προφορά τους. Αυτό παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά. Κάποια τοπωνύμια είναι παντελώς άγνωστα σ’ εμάς, και πρέπει να δούμε πώς τα προφέρουν οι Αμερικανοί (μια που μιλάμε για αμερικανό συγγραφέα)· άλλα είναι μεταγραφές από άλλες γλώσσες, πράγμα που δυσχεραίνει την έρευνα· άλλα είναι φανταστικά, οπότε δεν υπάρχει πλαίσιο αναφοράς· και σε μερικές περιπτώσεις κάποιες προφορές ή ορθογραφίες είναι διαδεδομένες στην Ελλάδα, χωρίς όμως να είναι οι σωστές. Πώς γράφει κανείς το Derbyshire, για παράδειγμα; Ντέρμπισαϊρ, ή Ντάρμπισιρ;

Και πολλές φορές η έρευνα για την προφορά δεν αρκεί. Στο Ενάντια στη Μέρα, προς το τέλος, αναφέρεται το τοπωνύμιο «Mount Washington». Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πρόκειται για το γνωστό «Όρος Ουάσινγκτον». Μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο, όμως, έδειξε ότι το «Όρος Ουάσινγκτον» βρίσκεται στο Νιου Χάμπσαϊρ, δηλαδή στο βορειοανατολικό άκρο των Η.Π.Α., ενώ η πλοκή του μυθιστορήματος στο συγκεκριμένο σημείο εκτυλισσόταν στην Καλιφόρνια. Όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο για συνοικία του Λος Άντζελες, οπότε το «όρος» έγινε «μάουντ».

Το Ενάντια στη Μέρα ακολουθεί τους χαρακτήρες του σε διάφορα μέρη του κόσμου: Η.Π.Α., Μεξικό, Ισλανδία, Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, Βαλκάνια, Ελλάδα, Ρωσία, Τουρκία, Κεντρική Ασία, Σιβηρία, Μαρόκο, καθώς και μέρη που δεν υπάρχουν καν στο χάρτη. Και όπου κι αν πηγαίνει η πλοκή, αναφέρονται τοπωνύμια, τοπικά φαγητά, και λέξεις και φράσεις στις ντόπιες γλώσσες, οι περισσότερες απ’ αυτές χωρίς μετάφραση στο πρωτότυπο. Αλλού βρίσκει κανείς τοπικά ονόματα φυτών και λουλουδιών, ονόματα χρωμάτων, ονομασίες ρούχων, και αναφορές σε ιστορικά γεγονότα. Όλα αυτά σημαίνουν έρευνα, έρευνα και ξανά έρευνα, μεγάλο μέρος της οποίας δεν περνά στη μετάφραση, αλλά πρέπει να γίνεται έτσι κι αλλιώς, ώστε να ξέρει ο μεταφραστής τι ακριβώς συμβαίνει ― κι ας χαθεί προσωρινά στο λαβύρινθο ο αναγνώστης, δεν πειράζει, αν αυτό επιδιώκει ο συγγραφέας. Και είναι πάντοτε καλό να έχει κανείς φίλους με γνώσεις που δεν διαθέτει ο ίδιος, καθώς χρειάστηκε να ζητήσω βοήθεια από συναδέλφους μουσικούς με μητρική γλώσσα τα ρωσικά, τα αλβανικά, τα σερβικά και τα γερμανικά, και από ένα φίλο με πτυχίο Ισπανικής Φιλολογίας, αλλά πραγματικά χωρίς το διαδίκτυο δεν υπήρχε περίπτωση να διερευνήσω ούτε τις μισές απ’ όλες αυτές τις πληροφορίες. Και βέβαια, υπάρχει και η επιστημονική ορολογία.

Ο Πίντσον παίζει πολύ με την επιστήμη, ειδικά με τη φυσική και τα μαθηματικά, ίσως γιατί και ο ίδιος σπούδασε μηχανολογία. Η φύση του φωτός και ο διανυσματικός λογισμός αποτελούν κεντρικά θέματα του Ενάντια στη Μέρα, καθώς η πλοκή εκτυλίσσεται την εποχή που γίνονταν οι σχετικές ανακαλύψεις. Όλη αυτή η ορολογία βρέθηκε χάρη στο διαδίκτυο, και με τη συνδρομή ενός φίλου μαθηματικού, ο οποίος βρήκε εκεί τη σωστή απόδοση του όρου quaternion (τετραδόνιο), που δεν τον είχα ακούσει ποτέ μου και που, φυσικά, δεν υπήρχε σε κανένα λεξικό.

Πέρα από τον πραγματολογικό εφιάλτη, όμως, η ιδιαίτερη γραφή του Τόμας Πίντσον έχει και καθαρά γλωσσικές δυσκολίες. Στην προσπάθειά του να βάλει τον αναγνώστη βαθιά στο κλίμα, το γλωσσικό του ύφος ακολουθεί την πλοκή κατά πόδας. Έτσι, συναντά κανείς αργκό διαφόρων ειδών και εποχών, όπως και ελλειπτικό προφορικό λόγο, που πολλές φορές θέλει μεγάλη προσπάθεια να καταλάβεις τελικά τι εννοεί, ενώ στα πιο λυρικά, σοβαρά ή φιλοσοφημένα κομμάτια οι περίοδοι μεγαλώνουν, σπάνε σε πάμπολλες δευτερεύουσες προτάσεις, και πρέπει πρώτα να αποδομήσεις τις παραγράφους ώστε να βρεις τι πηγαίνει πού, και μετά να τις δομήσεις ξανά από την αρχή, με τρόπο που να βγάζει νόημα στην ελληνική γλώσσα, η οποία έχει άλλη λογική και ακολουθεί άλλους κανόνες.

Τα λογοπαίγνια έχουν ταλαιπωρήσει αμέτρητους μεταφραστές ως σήμερα, και δυστυχώς φαίνεται πως του Πίντσον του αρέσουν πολύ. Μάλιστα, σε ένα σημείο στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, πλάθει μια ολόκληρη ιστορία επί μιάμιση σελίδα, εντελώς άσχετη με οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στο βιβλίο, μόνο και μόνο για να μπορέσει στο τέλος να κάνει ένα αμφίβολης αξίας λογοπαίγνιο (που φυσικά, λόγω της μακροσκελούς προετοιμασίας του, δεν γινόταν με κανέναν τρόπο να περάσει στα ελληνικά). Το «αμφίβολης αξίας» δεν αποτελεί δική μου κρίση· ο Πίντσον συχνά χρησιμοποιεί χιούμορ που στα δικά μας μάτια φαντάζει παρωχημένο και αποτυχημένο, αλλά το κάνει εν γνώσει του. Το λέει και μόνος του, στο Ενάντια στη Μέρα:

Ο ίδιος ο Νάρβικ, που οι φήμες έλεγαν πως δεν κοιμόταν ποτέ, συνέχιζε να πηγαινοέρχεται νευρικά, όπως έκανε όλη νύχτα, χαιρετούσε τους πελάτες, έφερνε παραγγελίες από την κουζίνα, έπαιρνε χρήματα, και γενικά προσπαθούσε με αρκτικό χιούμορ να φτιάξει τη διάθεση όσων περίμεναν στην ουρά πολλή ώρα.

Και ακολουθούν τρία πραγματικά κρύα αστεία, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να αποδοθούν στα ελληνικά, κι έτσι αντικαταστάθηκαν από τρία άλλα αστεία, εξίσου κρύα. Λίγο μετά, ένας χαρακτήρας λέει «Μάλλον θα πάρω δυο μερίδες Κρέας Όλαφ». Τέτοια συνταγή βέβαια δεν υπάρχει· πρόκειται για αναγραμματισμό του αγγλικού meat loaf, που είναι το ρολό, αλλά ο Πίντσον το έκανε Olaf γιατί η πλοκή σε εκείνο το σημείο εκτυλίσσεται στην Ισλανδία (άλλη μια σύνδεση με το προηγούμενο «αρκτικό χιούμορ»), και το Όλαφ είναι τυπικό σκανδιναβικό όνομα.

Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό της πιντσονικής αφήγησης, όπως γράφει και το οπισθόφυλλο του Ενάντια στη Μέρα, είναι ότι «οι χαρακτήρες σταματούν ό,τι κάνουν για να τραγουδήσουν ως επί το πλείστον ανόητα τραγούδια». Και αυτό σημαίνει ότι ο μεταφραστής καλείται να μεταφράσει στίχο, που είναι μια εντελώς διαφορετική μορφή γραφής και ζητά εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Ξαφνικά πρέπει να στριμώξεις τα νοήματα σε μέτρο και να επινοήσεις ομοιοκαταληξίες, όπως κάνει το πρωτότυπο, γιατί αλλιώς το τραγούδι δεν είναι τραγούδι. Η ελληνική γλώσσα, όμως, διαθέτει αφθονία πολυσύλλαβων λέξεων, ενώ η αγγλική δείχνει μια προτίμηση στις μονοσύλλαβες· αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ ευκολότερο να σχηματίσεις στίχους με μικρό αριθμό μέτρων στα αγγλικά, και επομένως στα ελληνικά πρέπει είτε να αλλάξει το μέτρο, είτε να αφαιρεθούν λέξεις. Πρακτικά, ο μεταφραστής καλείται να ξαναγράψει το τραγούδι έτσι ώστε αυτό να μπορεί με κάποιον τρόπο να τραγουδηθεί στα ελληνικά.

Όταν ο Πίντσον μιλάει για «ανόητα τραγούδια», δεν υπερβάλλει. Στο Ενάντια στη Μέρα υπάρχει ένα χαρακτηριστικό δείγμα, το οποίο τραγουδά ένας φοιτητής μαθηματικών για ένα άγαλμα που απεικόνιζε ένα μικρό κορίτσι με κάτι χήνες στην κεντρική πλατεία του Γκέτινγκεν:

Α, ποτέ δεν κάνει αστεία

Με του Κάντορ τη θεωρία,

Ούτε έχει στο μαστέλο

Το αξίωμα του Τσερμέλο,

Έχει όμως εραστές

Του Φρομπένιους θαυμαστές,

Και τους έχει όλους μαγέψει

Σαν του Πουανκαρέ τη σκέψη,

Και παρόλο που αγνοεί

Την κατανομή Κοσί

Και του Ρίμαν τις διαστάσεις,

Δεν χρειαζόμαστε συστάσεις…

Τα φιλιά της λένε αντίο

Στου Γουιτάκερ το βιβλίο—

Το απρόβλεπτο συγκλίνει,

Θαύμα που μπορεί να γίνει,

Εψιλονικοί χοροί

Κι ευκαιρία για τρελή

Αγάπη…

Η φράση «ανόητα τραγούδια», όμως, είναι η μισή αλήθεια, γιατί ο Πίντσον διαρκώς πετάγεται με περισσή ευκολία από το αστείο στο σοβαρό, και από το γελοίο στο λυρικό. Σαν απόδειξη, κλείνω με ένα απόσπασμα από το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, ένα έργο το οποίο θεωρώ ασύγκριτο. Αλλά, βέβαια, ήταν το πρώτο βιβλίο του Πίντσον που μετέφρασα, και επομένως δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός απέναντί του:

Ο Σλόθροπ μπήκε στο βαγόνι που κουνιόταν μαζί με άλλες τριάντα κρύες και κουρελιασμένες ψυχές, με κόρες ματιών διεσταλμένες και χείλη γεμάτα πληγές. Κάποιοι απ’ αυτούς τραγουδούσαν. Πολλοί ήταν παιδιά. Ήταν ένα προσφυγικό τραγούδι, και ο Σλόθροπ θα το ακούει συχνά μέσα στη Ζώνη, στους καταυλισμούς, έξω στο δρόμο, σε δεκάδες παραλλαγές:

Ένα τρένο αν δεις απόψε,

Μακριά στον ουρανό,

στην κουβέρτα σου κοιμήσου,

και ας πάει στο καλό.

Τρένα μας καλούν τη νύχτα,

Χίλια μίλια μακριά,

Σε αδειανές περνάνε πόλεις,

Δίχως στάση πουθενά.

Οδηγός στη μηχανή τους

Δεν υπάρχει πια κανείς,

Τρένα δίχως επιβάτες,

Είν’ της νύχτας της πικρής.

Οι σταθμοί έρημοι στέκουν,

Και οι ράγες είν’ ψυχρές:

Συνεχίζουν ως το αύριο,

Κι εμείς μένουμε στο χθες.

Για τη νύχτα είναι φτιαγμένα,

Για να χύνουν δάκρυα κρύα.

Κι εμείς είμαστε φτιαγμένοι

για τραγούδι κι αμαρτία.

Γιώργος Κυριαζής


Μικρές προσδοκίες

22/03/2017

Πρόσφατα πήρε το μάτι μου μια κριτική αναγνώστη για το Ενάντια στη μέρα, η οποία ξεκινούσε με το παράπονο ότι όλη την ώρα περίμενε κάτι να συμβεί, αλλά τίποτα δεν συνέβη ως το τέλος του βιβλίου. Αυτή η φράση, ομολογώ, με σόκαρε, γιατί αυτό το «τίποτα δεν συνέβη» ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα ότι θα μπορούσε να πει κανείς για το Ενάντια στη μέρα, ένα βιβλίο καταιγιστικό, όπου γίνεται πραγματικός χαμός από πληροφορίες, γεγονότα και δράση — με κίνδυνο ο αναγνώστης να χαθεί μέσα στον κυκεώνα, κ.λπ., να μην τα ξαναλέμε τώρα. Μου μπήκαν πάλι ψύλλοι στ’ αυτιά, ότι ίσως ο συγκεκριμένος αναγνώστης να διάβασε διαγώνια, όπως προστάζει η μόδα, αλλά λίγο πιο κάτω αποσαφηνίζει τι ακριβώς εννοεί: Το βιβλίο ξεκινάει βάζοντας τα θεμέλια για μια ιστορία εκδίκησης, αλλά αυτός ο στόχος τελικά μένει στο περιθώριο, αφού τα παιδιά του δολοφονημένου αναρχικού ξεχνούν το σκοπό τους και ασχολούνται «με τη ζωούλα τους». Και τελικά, λέει, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό γιατί «δεν συμβαίνει τίποτα παραπάνω».

Σε ελεύθερη μετάφραση, λοιπόν, ο συγκεκριμένος αναγνώστης ήθελε απλώς να ξεκινήσει να διαβάζει μια ιστοριούλα, να παρακολουθήσει βήμα-βήμα την εξέλιξή της και να φτάσει σε ένα λυτρωτικό τέλος όπου όλα λύνονται με οργανικό τρόπο, τύπου και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ήθελε δηλαδή ουσιαστικά να διαβάσει ένα καλό σενάριο. Όμως η λογοτεχνία δεν είναι σεναριογραφία. Και ο Πίντσον δεν γράφει σενάρια, αλλά μυθιστορήματα-ποταμούς, με όλες τις παγίδες που συνεπάγεται αυτό — ορμητικά νερά, μεγάλα βάθη, κοφτερά βράχια, ιλιγγιώδεις υδατοπτώσεις. Αν ξεκινήσεις να τα διαβάζεις με ανοιχτό μυαλό και όντας έτοιμος για τα πάντα, θα μαγευτείς. Αν ξεκινήσεις όμως με τόσο μικρές προσδοκίες, δηλαδή επιθυμώντας να διαβάσεις μια απλή γραμμική αφήγηση σε ήρεμα νερά, χωρίς σκοπέλους, όπου ο συγγραφέας θα σε πάρει από το χεράκι και θα σε καθοδηγήσει να πλατσουρίσεις ανώδυνα στα ρηχά ώσπου να νιώσεις την ικανοποίηση της ολοκλήρωσης, τότε δεν θα σε αγγίξει τίποτα.

Και αυτό είναι κρίμα.


Αλλόκοτες όψεις της επιστήμης στο Ενάντια στη Μέρα

10/08/2012

Ο βιοχημικός και γενετιστής Michael White γράφει για τα παλαβά επιστημονικά θέματα που περιλαμβάνει το ογκώδες μυθιστόρημα του Πίντσον Ενάντια στη Μέρα: ειδική σχετικότητα, διανύσματα, επιφάνειες Ρίμαν, και φυσικά τα (σχεδόν ψυχεδελικά) τετραδόνια. Για όσους κατέχουν και τα αγγλικά και την επιστημονική ορολογία (Δρόλια, για σένα λέω).

Μέρος 1ο

Μέρος 2ο


Μετά την καταστροφή

12/01/2012

Δεν πρόκειται για το ομώνυμο κόμικ του εξαίσιου Αρκά, αλλά για ενδιαφέρουσα κριτική του Brad Johnson στο Ενάντια στη Μέρα (και μάλιστα σε συνδυασμό με κριτική στον Δρόμο του Κόρμακ Μακάρθι) από το αμερικανικό ιστολόγιο Departure Delayed.

(μέσω της Pynchon List)


Στα βιβλία διαβάζουμε τον εαυτό μας

25/11/2010

Αυτός ο αφορισμός στριφογυρνάει στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Δεν θυμάμαι πια αν τον άκουσα κάπου ή αν είναι προϊόν στιγμιαίας έμπνευσης, και δεν έχει και σημασία, άλλωστε. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι επιβεβαιώνεται, ξανά και ξανά.

Είδα τις προάλλες ένα σχόλιο σε κάποιο ιστολόγιο. Ο σχολιαστής, παίρνοντας αφορμή από μια αναφορά ξένης εφημερίδας στην ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, είπε ότι διάβασε το Ενάντια στη Μέρα και κατάλαβε ότι ο Πίντσον συμπαθούσε τους Μακεδόνες (πράγμα που μάλλον εκείνος το θεώρησε απαράδεκτο), αλλά ευτυχώς, λέει, είχε σαν δεδομένο ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν Έλληνας. Και η ερμηνεία του ήταν ότι ο Πίντσον δείχνει συμπάθεια στους Μακεδόνες διότι η προοδευτική διανόηση θεωρεί υποχρέωσή της να στηρίξει τα μικρά κράτη.

Και αναρωτιέμαι: διαβάσαμε το ίδιο βιβλίο; Από πού συνάγεται ότι ο Πίντσον συμπαθεί τους Μακεδόνες; Επειδή αφήνει το υπονοούμενο ότι μεγάλες και μικρότερες δυνάμεις ήθελαν να έχουν υπό τον έλεγχό τους μια περιοχή χωρίς να ρωτήσουν τη γνώμη των κατοίκων της; Και γιατί αυτό να είναι απαράδεκτο; Και από πού συνάγεται ότι έχει σαν δεδομένο ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν Έλληνας; Επειδή αναφέρει ότι αυτό ήταν το επιχείρημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής; Και γιατί πρέπει εμείς σήμερα να χαιρόμαστε γι’ αυτό; Και γιατί πρέπει να αναγάγουμε την αναφορά ενός μυθιστοριογράφου στο θέμα σε ευρύτερο ζήτημα πολιτικής των διανοούμενων της Αμερικής;

Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, ο Πίντσον αναφέρεται πολύ στα Βαλκάνια, καθώς μεγάλο μέρος της πλοκής εκτυλίσσεται εκεί, και μάλιστα στις αρχές των βαλκανικών πολέμων. Αυτό που παρεξηγεί ο σχολιαστής, ο οποίος μάλλον προβάλλει τις δικές του ιδέες στο κείμενο, πράγμα που αναπόφευκτα κάνουμε όλοι μας ως ένα βαθμό, είναι η τάση του Πίντσον να βάζει τους χαρακτήρες του να κινούνται μέσα σε ταραγμένους καιρούς και τόπους. Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι πρόβλημα η λίγο-πολύ ουδέτερη στάση του απέναντι στην ιστορία. Θα ήμασταν παράλογοι αν περιμέναμε από έναν ξένο μυθιστοριογράφο να συμμεριστεί τη δική μας εθνική θεώρηση του ζητήματος. Εξάλλου, το έχω ξαναπεί, τον Πίντσον δεν τον ενδιαφέρουν τόσο οι πολιτικές κ.λπ. διαμάχες όσο οι περιπέτειες των απλών ανθρώπων μέσα σ’ αυτές.

Ιδού το επίμαχο απόσπασμα από το Ενάντια στη Μέρα:

«Δεν είναι και η καλύτερη εποχή να είσαι Βούλγαρος στη Θεσσαλονίκη», εξήγησε στον Σίπριαν. «Οι Έλληνες ‒όχι αυτοί εδώ οι ρεμπέτες, αλλά οι πολιτικοποιημένοι που παίρνουν εντολές από την ελληνική πρεσβεία‒ θέλουν να μας εξοντώσουν. Στα ελληνικά σχολεία κηρύττουν ότι η Βουλγαρία είναι ο Αντίχριστος. Έλληνες πράκτορες συνεργάζονται με την τουρκική αστυνομία και φτιάχνουν λίστες θανάτου με Βούλγαρους, και υπάρχει και ένας μυστικός σύλλογος εδώ που λέγεται “Η Οργάνωση” και που ο στόχος της είναι να διαπράξει αυτές τις δολοφονίες».
«Και όλα αυτά, φυσικά, γίνονται για τη Μακεδονία», είπε ο Σίπριαν.
Η διαμάχη ήταν αρχαία. Οι Βούλγαροι πάντοτε θεωρούσαν τη Μακεδονία τμήμα της Βουλγαρίας, και μετά τον πόλεμο με τη Ρωσία αυτό επιτέλους έγινε πραγματικότητα ‒ για περίπου τέσσερις μήνες το 1878, ώσπου η Συνθήκη του Βερολίνου την έδωσε πίσω στην Τουρκία. Στο μεταξύ, οι Έλληνες τη θεωρούσαν τμήμα της Ελλάδας, επικαλούμενοι τον Μέγα Αλέξανδρο, και τα λοιπά. Η Ρωσία, η Αυστρία και η Σερβία προσπαθούσαν να επεκτείνουν την επιρροή τους στα Βαλκάνια, και έτσι χρησιμοποιούσαν το Μακεδονικό Ζήτημα σαν πρόφαση. Και, το πιο περίεργο απ’ όλα, υπήρχαν κι εκείνες οι κυρίαρχες μορφές στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ‒την Ε.Μ.Ε.Ο.‒ όπως ο Γκότσε Ντέλτσεφ, που θεωρούσε ότι η Μακεδονία ανήκε στους ίδιους τους Μακεδόνες, και της άξιζε να είναι ανεξάρτητη από όλες τις μεγάλες δυνάμεις. «Δυστυχώς», είπε ο Γκάμπροβο Σλιμ, «η Ε.Μ.Ε.Ο. είναι διχασμένη ανάμεσα στους ανθρώπους του Ντέλτσεφ και στους νοσταλγούς εκείνης της βραχύβιας “Μεγάλης Βουλγαρίας” όπως ήταν πριν από τη Συνθήκη του Βερολίνου».
«Κι εσύ τι γνώμη έχεις για το θέμα;» ρώτησε ο Σίπριαν, χαχανίζοντας ήδη από μέσα του.
«Χα!» Γέλασαν πικρά μαζί για λίγο, ώσπου ο Βούλγαρος σταμάτησε απότομα. «Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες νομίζουν ότι είμαι με την Ε.Μ.Ε.Ο.»
«Ωχ. Και είσαι;»
«Πέρασε ξυστά». Ο Γκάμπροβο Σλιμ κράτησε το δείκτη και τον αντίχειρα σε απόσταση περίπου ενός εκατοστού, δίπλα στο δεξί του αφτί. «Χτες το βράδυ. Υπήρξαν κι άλλες απόπειρες, αλλά καμιά σαν αυτή».
«Του είπα πώς ξεφύγαμε από τη Βοσνία», είπε ο Ντανίλο.
«Για στάσου, ποιος είμαι δηλαδή, ο Σκάρλετ Πίμπερνελ;»
«Είναι το πεπρωμένο σου», δήλωσε η Βέσνα, που είχε ακούσει τη συζήτηση.
«Τσούπρα μου, εσύ είσαι το πεπρωμένο μου».


Η αίρεση της αλήθειας

05/10/2010

Έτσι τιτλοφορείται η πρόσφατη κριτική του συγγραφέα Ντέιλ Πεκ για το Ενάντια στη Μέρα. Ο Πεκ ξεκινά με μια συνοπτική αποτίμηση των παλιότερων έργων του Πίντσον, με την οποία διαφωνώ, καθώς θεωρεί πως είναι δυσανάγνωστα και πως η αποδοχή τους από τους κριτικούς και το κοινό είναι πολύ πιο ενθουσιώδης απ’ ό,τι δικαιολογούν τα ίδια τα κείμενα. Όλο το έργο του Πίντσον μέχρι και το Μέισον και Ντίξον, λέει, «φανερώνει μια εκπληκτικά αχαλίνωτη φαντασία, μια αδιαμφισβήτητη σπιρτάδα στο λόγο και τα θέματα, και μια συνείδηση η οποία, παρόλο που ο ίδιος ο συγγραφέας την είχε κάποτε χαρακτηρίσει ‘απολιτική’, είναι σταθερά συντονισμένη στην πιο κοινωνικά ενεργή από τις θεμελιώδεις αρετές, τη δικαιοσύνη ― όλα αυτά, όμως, δεν το εμποδίζουν να είναι ταυτόχρονα σκόπιμα δυσνόητο, συναισθηματικά κλειστό, υπερβολικά περίπλοκο και απίστευτα μπανάλ».

Όπως είπα ήδη, διαφωνώ με κάποιες απ’ αυτές τις εκτιμήσεις, καθώς θεωρώ ότι τα βιβλία του Πίντσον α) δεν είναι καθόλου δυσνόητα, απλώς ζητούν από τον αναγνώστη να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια, η οποία όμως τελικά ανταμείβεται, β) το συναίσθημα δεν απουσιάζει, απλώς εκφράζεται με διαφορετικό και πιο υπόγειο τρόπο (και γι’ αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ πιο αποτελεσματικό), και γ) δεν βλέπω πώς μπορεί να χαρακτηριστεί μπανάλ μια γραφή που δεν μοιάζει με καμιά άλλη.

Ο Πεκ, όμως, συνεχίζει λέγοντας ότι το Ενάντια στη Μέρα υπερβαίνει αυτά τα (κατ’ αυτόν) κουσούρια του παρελθόντος, και αποτελεί «ένα αφήγημα που συγχωνεύει διάφορα αφηγηματικά είδη ― αγορίστικες περιπέτειες, επιστημονική φαντασία, γουέστερν ― σε έναν ισορροπημένο, σφιχτό, συναρπαστικό, και συχνά συγκινητικό διάλογο με […] την ιστορία». Λέει επίσης ότι δεν περίμενε ποτέ πως θα υπήρχε συγγραφέας που θα κατόρθωνε να πραγματοποιήσει αυτή την προσέγγιση στη γραφή. «Κι όμως, κάθε γεμάτη σελίδα διαθέτει το μεγαλείο του Σινικού Τείχους[…]».

Ακόμη πιο εύστοχη είναι η παρατήρηση του Πεκ ότι το Ενάντια στη Μέρα, περισσότερο από τα άλλα βιβλία του Πίντσον, χρησιμοποιεί τον πραγματικό κόσμο σαν φακό, και από μέσα του παρατηρεί την άφατη ανθρώπινη κατάσταση. Αυτή ήταν, πιστεύω, η τεχνική του Πίντσον εξαρχής, και αυτός ο σκοπός του: να μιλήσει για την ανθρώπινη εμπειρία, ιδίως του καθημερινού ανθρώπου που βιώνει την εξουσία σαν κάτι ξένο και ενίοτε εχθρικό. Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντική στο έργο του η μίξη του πραγματικού με το φανταστικό: για να μπορέσει σε σημεία να περιγράψει «τον κόσμο όπως θα μπορούσε να είναι»:

Έχουμε έρθει εδώ, ανάμεσά σας, αναζητώντας καταφύγιο από το παρόν μας ‒το μέλλον σας‒, μια εποχή παγκόσμιου λιμού, εξαντλημένων αποθεμάτων καυσίμων, έσχατης ένδειας ‒ το τέλος του καπιταλιστικού πειράματος. Μόλις συνειδητοποιήσαμε την απλή θερμοδυναμική αλήθεια ότι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Γης ήταν περιορισμένες και επρόκειτο να εξαντληθούν, ολόκληρη η καπιταλιστική ψευδαίσθηση διαλύθηκε. Εμείς που μιλήσαμε ανοιχτά γι’ αυτή την αλήθεια κατηγορηθήκαμε σαν αιρετικοί, εχθροί του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος. Όπως οι θρησκευτικοί διαφωνούντες μιας παλιότερης εποχής, αναγκαστήκαμε να μεταναστεύσουμε, με μόνη επιλογή να διασχίσουμε εκείνο τον σκοτεινό Ατλαντικό της τέταρτης διάστασης, που είναι γνωστή ως Χρόνος.


Ο Κωστής Παπαγιώργης γράφει για το Ενάντια στη Μέρα

18/02/2010

Στη σημερινή Lifo. Πολύ καλό κείμενο. Κρατώ ιδιαίτερα τη φράση «γόνιμη παράνοια».

(Ευχαριστώ τον Δύτη των Νιπτήρων, που το επισήμανε.)


Παρουσίαση στο σημερινό Βήμα

13/12/2009

Το Βήμα έκανε στο σημερινό του φύλλο μια σύντομη παρουσίαση του Ενάντια στη Μέρα, η οποία όμως δεν περιορίστηκε στην απλή αναπαραγωγή του οπισθόφυλλου, αλλά είχε και ένα-δυο ενδιαφέροντα στοιχεία παραπάνω. Περιέργως, δεν είδα πουθενά υπογραφή.


Είναι πάντα νύχτα, αλλιώς δεν θα είχαμε ανάγκη το φως

10/12/2009

Έτσι έλεγε η φράση του Θελόνιους (ή Τελόνιους) Μονκ πριν την καταβροχθίσει ο Δαίμονας του Τυπογραφείου. Και στα αγγλικά «It ‘s always night, or we wouldn’t need light».

Το φως βρίσκεται παντού στο βιβλίο: στον ουρανό, στη φωτογραφία, στη ζωγραφική· φυσικό, ηλεκτρικό, ή αποτέλεσμα καύσης· αντικατοπτρίζεται, διαχέεται, διαθλάται· περνά μέσα από κρυστάλλους, πλέει στον φωτοφόρο αιθέρα, ή κινείται ελεύθερο.

Η φράση του Μονκ δεν έχει σαφή προέλευση· δεν την έχει καταγράψει ο ίδιος κάπου, παρόλο που συχνά αποδίδεται σ’ αυτόν. Χθες, όμως, ο Βασίλης Δρόλιας μου έστειλε ένα σύνδεσμο όπου υπάρχει μια ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή της φράσης, γραμμένη από το χέρι του σαξοφωνίστα Στηβ Λέισι, ο οποίος είχε συνεργαστεί για κάποιο διάστημα με τον Μονκ. Πρόκειται για μια συλλογή από συμβουλές που έδινε ο Μονκ στους μουσικούς που έπαιζαν μαζί του. Ανάμεσά τους, βρίσκουμε τη φράση: «It must be always night, otherwise they wouldn’t need the lights».

Τόμας Πίντσον: κάθε φράση και μια περιπέτεια.


Το «Ενάντια στη Μέρα» στα βιβλιοπωλεία

07/12/2009

Από την περασμένη Παρασκευή, το «Ενάντια στη Μέρα» βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία. Μαζί του βρίσκεται και η ουρά του γνωστού Δαίμονα του Τυπογραφείου: εξαιτίας ενός μικρού λάθους κατά την τελική εκτύπωση, η σελίδα που υπήρχε στην αρχή του βιβλίου με τη φράση του Θελόνιους Μόνκ «Είναι πάντα νύχτα, αλλιώς δεν θα είχαμε ανάγκη το φως» εξαφανίστηκε, και στη θέση της τυπώθηκε για δεύτερη φορά η σελίδα με τα περιεχόμενα.

Ουδείς τέλειος.

Πάντως, τώρα που το κρατάω στα χέρια μου, το θεωρώ αρκετά καλαίσθητο.