[Το κείμενο αυτό γράφτηκε για το περιοδικό «The Books’ Journal», και δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2013.]
Ένας συγγραφέας μπορεί να είναι διάσημος για την ποιότητα του έργου του. Ο Σαίξπηρ, για παράδειγμα: ακόμη και άνθρωποι που δεν τον έχουν διαβάσει ποτέ, γνωρίζουν το όνομά του και αναγνωρίζουν την αξία του. Ένας συγγραφέας μπορεί επίσης, άσχετα με την ποιότητα του έργου του, να είναι διάσημος για την προσωπική του ζωή. Για παράδειγμα, ο Σάλμαν Ρούσντι: ακόμη και άνθρωποι που δεν τον έχουν διαβάσει ποτέ, τον γνωρίζουν από το γεγονός ότι το 1989 ο Χομεϊνί έβγαλε φετφά ζητώντας από τους απανταχού μουσουλμάνους να τον σκοτώσουν· έχουν δει φωτογραφίες του και έχουν διαβάσει συνεντεύξεις του.
Και υπάρχει και ένας συγγραφέας που αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία από μόνος του, καθώς είναι ευρύτερα γνωστός (κυρίως στους ανθρώπους που δεν τον έχουν διαβάσει) εξαιτίας του ότι αποφεύγει τις φωτογραφίσεις, τις συνεντεύξεις, και γενικότερα τις δημόσιες εμφανίσεις, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε λεπτομέρειες γύρω από την προσωπική του ζωή. Ο συγγραφέας αυτός λέγεται Τόμας Πίντσον.
Ο άνθρωπος
Τα λίγα πράγματα που ξέρουμε για τον Πίντσον είναι τα εξής: γεννήθηκε στις 8 Μαΐου του 1937 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Το 1953 μπήκε στο Κορνέλ, στο τμήμα εφαρμοσμένης φυσικής, αλλά μεταπήδησε στην Αγγλική Φιλολογία. Από το 1955 ως το 1957 έκανε τη θητεία του στο Αμερικανικό Ναυτικό. Το 1957 γνώρισε τον (αδικοχαμένο) Ρίτσαρντ Φαρίνια. Έγιναν στενοί φίλοι, ο Πίντσον ήταν κουμπάρος του Φαρίνια στο γάμο του με την Μίμι Μπαέζ (αδελφή της Τζόαν), και αργότερα του αφιέρωσε το σπουδαιότερο βιβλίο του, το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. Από το 1960 ως το 1962 εργάστηκε στην Μπόινγκ, στο Σιάτλ, ως τεχνικός βοηθός. Φεύγοντας από την Μπόινγκ, πήγε για ένα διάστημα στο Μεξικό. Το 1965 μετακόμισε στην Καλιφόρνια, και έμεινε αρκετά στο Λος Άντζελες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Το 1981 γνώρισε την ατζέντισσα Μέλανι Τζάκσον, την οποία παντρεύτηκε το 1990 και απέκτησε ένα γιο, τον Τζάκσον. Σήμερα μένει στο Άνω Δυτικό Μανχάταν.
Η έλλειψη αναλυτικών και τεκμηριωμένων πληροφοριών γύρω από τη ζωή του, ειδικά τις προηγούμενες δεκαετίες, οδήγησε στο να διαδοθούν διάφορες περίεργες φήμες. Μια απ’ αυτές, που κυκλοφόρησε από έναν αρθρογράφο το 1976, έλεγε ότι δεν υπήρχε κανένας Τόμας Πίντσον, και ότι το όνομα αυτό ήταν ψευδώνυμο του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ (διάσημου από το Ο Φύλακας στη Σίκαλη), ο οποίος είχε σταματήσει να γράφει από το 1965. Χρειάστηκε να επέμβει ο ίδιος ο Πίντσον για να κοπάσει αυτή η φήμη· με επιστολή του προς τον αρθρογράφο, τον διαβεβαίωνε πως ναι, είναι υπαρκτό πρόσωπο, και πως ναι, είχε γράψει ο ίδιος τα βιβλία του.
Φαίνεται πως ο Πίντσον είχε από πολύ νωρίς μια απέχθεια προς τις φωτογραφίσεις. Οι μοναδικές φωτογραφίες του που κυκλοφορούν σήμερα είναι από τα μαθητικά του χρόνια, από το κολέγιο, και από τη θητεία του στο Ναυτικό. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα, η μορφή του δεν έχει αποτυπωθεί σε κανένα φιλμ και σε κανέναν φωτοευαίσθητο αισθητήρα ― ή, αν έχει αποτυπωθεί, αυτή η αποτύπωση δεν έχει φτάσει ως εμάς, αλλά έχει παραμείνει σε έναν κλειστό κύκλο γνωστών και φίλων οι οποίοι σέβονται με αξιοθαύμαστη αφοσίωση την επιθυμία του να μην έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό που λέμε «δημοσιότητα». Ο Φαρίνια, ο οποίος πέθανε το 1966, ήδη από τότε τον πείραζε για την εμμονή του αυτή, δηλαδή να μη φωτογραφίζεται. Σύμφωνα με μια αφήγηση, το 1963 ένας φωτογράφος πήγε στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Πίντσον, στην πόλη του Μεξικού, για να τον φωτογραφίσει για το «αυτί» του πρώτου του βιβλίου, του V. Άνοιξε κάποιος και είπε ότι ο Πίντσον δεν ήταν εκεί, και ότι θα επέστρεφε σε μια ώρα. Ο φωτογράφος ξαναπήγε μετά από μια ώρα, και βρήκε το δωμάτιο άδειο. Το 1997, ένας ρεπόρτερ από το CNN κατάφερε να τον εντοπίσει στο Μανχάταν και τον κατέγραψε σε βίντεο, το οποίο προβλήθηκε από το κανάλι, αλλά μετά από αίτημά του η παρουσιάστρια δεν αποκάλυψε ποιος από τους (πολλούς) εικονιζόμενους ήταν ο Πίντσον. Το 1998, ένας δημοσιογράφος τον εντόπισε, ξανά στο Μανχάταν, τον κυνήγησε, προσπάθησε να τον φωτογραφίσει, και μετά είχε την απαίτηση να του σφίξει το χέρι. Ο Πίντσον τον έβρισε. Το 2004, όταν συναντήθηκε με τους δημιουργούς της σειράς κινουμένων σχεδίων The Simpsons, για να τους δανείσει το όνομά του και τη φωνή του, του ζήτησαν την άδεια για μια αναμνηστική φωτογραφία. Αρνήθηκε. Όπως αρνείται πεισματικά να δώσει συνέντευξη ― σε οποιονδήποτε. Και φαίνεται πως η άρνησή του να κάνει τέτοιου τύπου δημόσιες εμφανίσεις δεν περιορίζεται μόνο στους δημοσιογράφους και τους φωτογράφους. Όταν το αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Βιβλίου το 1973 τού έδωσε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, δεν πήγε ο ίδιος στην απονομή, αλλά έστειλε στο πόδι του τον κωμικό Έργουιν Κόρι. Επίσης, λέγεται πως ο διάσημος συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ, αγανακτισμένος που ο Πίντσον αγνοούσε τις επανειλημμένες του κρούσεις να βρεθούν να πιούνε κάτι παρέα, βρήκε τη διεύθυνσή του, πήγε στο σπίτι του και άρχισε να κοπανάει την πόρτα. Μετά από λίγο τα παράτησε, αλλά καθώς έφευγε, κάποιοι γείτονες τού είπαν ότι είδαν έναν περίεργο ψηλό τύπο να πηδάει από το παράθυρο και να απομακρύνεται βιαστικά.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι ο Τόμας Πίντσον είναι ερημίτης. Άλλωστε, ποιος ερημίτης ζει στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, σε μια από τις πολυπληθέστερες περιοχές του πλανήτη; Αντίθετα, έχουμε και αφηγήσεις οι οποίες μας πληροφορούν ότι κατά καιρούς διατηρούσε φιλίες και άλλες κοινωνικές σχέσεις. Την εποχή που έμενε στο Μανχάταν Μπιτς του Λος Άντζελες, από το 1965 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν δηλαδή έγραφε το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, έτρωγε με τη σπιτονοικοκυρά του και την βοηθούσε πότε-πότε στις δουλειές, είχε φίλους που έρχονταν στο σπίτι του, και έβγαινε έξω για καφέ, τσιγάρο, μπουρίτο ή χάμπουργκερ με τυρί και τσίλι. Άνθρωποι που τον γνώρισαν τότε λένε πως ήταν ψηλός, με αχτένιστα μαλλιά και τσαλακωμένα ρούχα, και φαινόταν αμέσως πως είχε πολύ δυνατό μυαλό. Φαίνεται επίσης ότι τραύλιζε, ιδίως με ανθρώπους που δεν γνώριζε καλά. Είχε προοδευτικές ιδέες, και αρκετές φορές ερχόταν σε αντιπαράθεση με όσους συντηρητικούς γνώριζε. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να είναι πολύ προσεχτικός και επιφυλακτικός, σε βαθμό παράνοιας. Για να σου επιτρέψει να τον πλησιάσεις έπρεπε πρώτα να σε κόψει καλά με το μάτι, ή αλλιώς να βρει την πρώτη σου κουβέντα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα· και βέβαια, ποτέ δεν μιλούσε για αυτά που έγραφε, και όταν έγραφε μπορούσε να μείνει κλεισμένος μέσα στο σπίτι του μέρες ολόκληρες, κρεμώντας πετσέτες μπροστά στα παράθυρα, ώστε να μην τον αποσπά τίποτε. Έκανε παρέα με τη νεολαία της περιοχής, και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αποτελέσει μέρος του σύμπαντος που είχαν διαμορφώσει οι ενήλικες Αμερικανοί της μεσαίας τάξης. Δεν γνωρίζουμε αν το πέτυχε αυτό στην προσωπική του ζωή, αλλά σίγουρα έχει κάνει εντύπωση η άρνησή του να γίνει ένα ακόμη σνακ για την πρόσκαιρη τέρψη της ακόρεστης περιέργειας του κοινού των ΜΜΕ.
Ελλείψει συνεντεύξεων, οι απόψεις του Πίντσον δεν είναι ούτε ιδιαίτερα γνωστές ούτε ιδιαίτερα σαφείς, καθώς εντάσσονται μέσα σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο, όπου συχνά δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει ποιες απόψεις ανήκουν στους χαρακτήρες και ποιες στον συγγραφέα. Από κάποιες σκηνές, ωστόσο, όπως και από τα λίγα μη λογοτεχνικά κείμενά του (όπως η εισαγωγή στο 1984 του Τζορτζ Όργουελ), μπορούμε να συνάγουμε ότι είναι ένας άνθρωπος που αγαπά την ελευθερία, ποθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και απεχθάνεται τον ολοκληρωτισμό· είναι καχύποπτος απέναντι στην εξουσία, είτε πολιτική είτε οικονομική, και εκφράζει στοργή, αν όχι κατανόηση, για τους αδύναμους καθημερινούς ανθρώπους που προσπαθούν να αντιδράσουν ή, τουλάχιστον, να επιβιώσουν.
Το έργο
Όπως είπαμε στην αρχή, ο Πίντσον μπήκε στο τμήμα εφαρμοσμένης φυσικής του Κορνέλ, αλλά στην πορεία άλλαξε γνώμη και πήγε στην Αγγλική Φιλολογία, καθώς ανακάλυψε ότι αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια να κάνει ήταν να γράφει. Οι πρώτες του προσπάθειες ήταν κάποια διηγήματα, που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά από το 1959 ως το 1964, και που αργότερα, το 1984, τα μάζεψε (εκτός από ένα) και τα έβγαλε σε βιβλίο με τίτλο Slow Learner (Βραδείας Καύσεως). Εκεί έχει γράψει και μια εισαγωγή, όπου και ο ίδιος παραδέχεται ότι τα διηγήματα αυτά είναι πρωτόλεια και δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Είναι ενδιαφέροντα όμως για τους μελετητές του, καθώς σε αυτά διαγράφονται τα πρώτα ψήγματα της τεχνικής που θα ακολουθούσε αργότερα στη γραφή του, και που φάνηκε ήδη με εντυπωσιακό τρόπο στο πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο V., το οποίο εκδόθηκε το 1963 και πήρε το Βραβείο του Ιδρύματος Γουίλιαμ Φώκνερ για το καλύτερο μυθιστόρημα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Εκεί ο Πίντσον περιγράφει τις περιπέτειες ενός ναύτη στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό που τελειώνει τη θητεία του το 1956 και επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, όπου βρίσκει διάφορους νεαρούς μποέμ καλλιτέχνες της εποχής. Επίσης περιγράφει την προσπάθεια ενός άλλου κεντρικού χαρακτήρα να ανακαλύψει την ταυτότητα μιας γυναίκας, για την οποία γνωρίζει μόνο ότι το όνομά της αρχίζει από Β.
Το V. είναι ένα φιλόδοξο βιβλίο, που οι κριτικοί δεν δίστασαν καθόλου να το εντάξουν στην παράδοση του «νέου αμερικανικού μυθιστορήματος» που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από συγγραφείς όπως ο Κέρουακ, ο Μπέλοου και ο Χέλερ, και που πατούσε στις γερές πλάτες συγγραφέων όπως ο Φώκνερ, ο Τουέιν, ο Φιτζέραλντ και ο Ναμπόκοφ. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης το χαιρέτισαν ως σπουδαίο πρώτο δείγμα ενός πολλά υποσχόμενου συγγραφέα με λαμπρό μέλλον, και η ιστορία έδειξε ότι οι προσδοκίες αυτές δεν διαψεύστηκαν.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1966, εκδόθηκε το The Crying of Lot 49 (Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί), μια νουβέλα που κέρδισε το Βραβείο Ρίτσαρντ και Χίλντα Ρόζενταλ του Εθνικού Ιδρύματος Τεχνών και Γραμμάτων. Πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας η οποία, στην προσπάθειά της να εκτελέσει τη διαθήκη ενός πλουσίου, ανακαλύπτει μέσω μιας συλλογής γραμματοσήμων την ύπαρξη ενός υπόγειου ταχυδρομικού δικτύου. Το βιβλίο είναι μια υπέροχη βουτιά στην παράνοια που συνοδεύει τις θεωρίες συνωμοσίας, αλλά ο ίδιος ο Πίντσον μάλλον το θεωρεί απλώς ένα ενδιαφέρον πείραμα.
Ένα πείραμα που βρήκε την εφαρμογή του του στο σπουδαιότερο έργο του Πίντσον, το Gravity’s Rainbow (Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας), το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 1974, και την επόμενη χρονιά ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πούλιτζερ, αλλά η συμβουλευτική επιτροπή δεν το δέχτηκε, γιατί το θεώρησε «άσεμνο». Το βιβλίο εγκαινίασε αυτό που λέμε «εγκυκλοπαιδικό μυθιστόρημα», καθώς είναι γεμάτο ιστορικές, γεωγραφικές και πολιτιστικές λεπτομέρειες, με μπόλικες δόσεις συνωμοσίας, παράνοιας, χιούμορ και δράσης· συνδυάζει με μοναδικό τρόπο την τραγωδία με την κωμωδία και την ιστορία με το λυρισμό, εστιάζοντας, παρ’ όλα αυτά, στους καθημερινούς χαρακτήρες και σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης εμπειρίας. Η πλοκή ακολουθεί διάφορους χαρακτήρες σε διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά κυρίως στην Αγγλία και τη Γερμανία από το 1943 ως το 1945, με τις νικήτριες δυνάμεις να ανταγωνίζονται για το ποιος θα βάλει στο χέρι την προηγμένη πυραυλική γερμανική τεχνολογία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου· αυτή η περιγραφή όμως δεν καταφέρνει να μεταφέρει το μέγεθος και την ευρύτητα του βιβλίου. Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, που κάποιοι κριτικοί το συγκρίνουν σε εύρος και σημασία με τον Οδυσσέα του Τζόις, εξακολουθεί να θεωρείται το καλύτερο έργο του Πίντσον, και ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ.
Μετά, ακολούθησε μια συγγραφική σιωπή που κράτησε 17 ολόκληρα χρόνια (στο ενδιάμεσο, βέβαια, κυκλοφόρησαν τα διηγήματα που είχε γράψει σε νεαρή ηλικία) και που έσπασε το 1990 με το Vineland. Αυτό το βιβλίο οι κριτικοί το υποδέχτηκαν πολύ ψυχρά, μάλλον γιατί μετά το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, και μετά από τόσα χρόνια προετοιμασίας, περίμεναν κάτι ανάλογου βεληνεκούς, και όπως ήταν φυσικό απογοητεύτηκαν, καθώς το Βάινλαντ ήταν ένα εντελώς διαφορετικό μυθιστόρημα: γραμμικό, εστιασμένο χρονικά και τοπικά, μιλά για την Καλιφόρνια της δεκαετίας του 1980 και για την πολιτιστική και κοινωνική διαπάλη που είχε ξεκινήσει στην Αμερική από τη δεκαετία του 1960, και το κάνει με έναν αρκετά ανάλαφρο τρόπο, ο οποίος ξένισε όσους περίμεναν ένα ακόμη έπος.
Το 1997, όμως, ο Πίντσον επέστρεψε με το γνώριμο ύφος του στο Mason & Dixon, ένα βιβλίο που, απ’ ό,τι λέγεται, είχε αρχίσει να το δουλεύει ήδη από το 1975. Εδώ ο Πίντσον τοποθετεί την πλοκή στον 18ο αιώνα και χρησιμοποιεί δύο ιστορικά πρόσωπα, τον Άγγλο αστρονόμο Τσαρλς Μέισον και τον συμπατριώτη του τοπογράφο Τζερεμάια Ντίξον, για να μιλήσει ουσιαστικά για την αποικιοκρατία και τη δουλεία, αναδεικνύοντας το σκοτεινό πρόσωπο του διαφωτισμού, αλλά και για την επιστήμη και τη φιλία. Είναι το πιο «ανθρώπινο» από τα βιβλία του, παράλληλα όμως εμβαθύνει με το δικό του τρόπο στις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Το 2006 ο Πίντσον εκδίδει το μεγαλύτερο σε όγκο βιβλίο του, το Against the Day (Ενάντια στη Μέρα), το οποίο, συνεχίζοντας την παράδοση του εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος, ακολουθεί διάφορους χαρακτήρες από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις περιπέτειές τους σε διάφορα μέρη του κόσμου (Αμερική, Αγγλία, Γερμανία, Βενετία, Σιβηρία, Ελλάδα, Βαλκάνια κ.λπ.) αλλά και σε μέρη που δεν υπάρχουν καν στο χάρτη. Παράλληλα, το βιβλίο ουσιαστικά αφηγείται (και κατακρίνει) τη γέννηση του αμερικανικού καπιταλισμού. Και πάλι, όμως, η περιγραφή αυτή αδικεί κατάφωρα ένα μυθιστόρημα χιλίων σελίδων που περιέχει τόσα πράγματα που ακόμη κι ένας έμπειρος αναγνώστης μπορεί να χαθεί μέσα του.
Τρία χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε το Inherent Vice (Έμφυτο Ελάττωμα), μια προσωπική ματιά στο τέλος της εποχής των χίπηδων στην Καλιφόρνια του 1970, και στην ανατολή μιας νέας, συντηρητικής Αμερικής. Εδώ ο Πίντσον ουσιαστικά νοσταλγεί τα νιάτα του, καθώς περιγράφει μια περιοχή και μια εποχή που έζησε ο ίδιος. Το βιβλίο είναι γεμάτο μουσική και υιοθετεί ύφος και πλοκή νουάρ, με πρωταγωνιστή έναν μαστούρη ιδιωτικό ντετέκτιβ που προσπαθεί να διαλευκάνει μια υπόθεση απαγωγής.
Και πριν από λίγο καιρό, στις 17 Σεπτεμβρίου του 2013, κυκλοφόρησε άλλο ένα βιβλίο του Πίντσον, με τίτλο Bleeding Edge: στη Νέα Υόρκη του 2001, λίγους μήνες πριν το χτύπημα στους δίδυμους πύργους, μια ερευνήτρια υποθέσεων οικονομικής απάτης μπλέκει σε μια ιστορία που έχει να κάνει με τη χρηματιστηριακή φούσκα των εταιριών υψηλής τεχνολογίας. Ως σκηνικό, το βιβλίο χρησιμοποιεί την πληροφορική, το διαδίκτυο (ιδίως το λεγόμενο βαθύ διαδίκτυο) και την 11η Σεπτεμβρίου, και φυσικά οι θεωρίες συνωμοσίας δεν λείπουν.
Αυτό που ενοποιεί όλα τα μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον, πέρα από το μοναδικό και ιδιαίτερο γλωσσικό του ύφος, τις μεγάλες και δαιδαλώδεις προτάσεις που πολλές φορές κατακερματίζονται, καθώς και τον ελλειπτικό (δηλαδή καθαρά προφορικό) διάλογο, είναι η διάχυτη αίσθηση ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να ζουν και να ενεργούν μέσα σε ένα πλέγμα αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων τις οποίες συχνά δεν μπορούν να διακρίνουν, και οι οποίες κατευθύνονται από ορατά ή αόρατα κέντρα εξουσίας, που με τη σειρά τους προσπαθούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όσο τον δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του ευρύτερου κόσμου. Τίποτε δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται, και μέσα σε αυτό τον ωκεανό αβεβαιότητας οι απλοί άνθρωποι, βυθισμένοι στην παράνοια, ή, ακόμη χειρότερα, στην αντιπαράνοια, έρμαια καταστάσεων που δεν κατανοούν σε βάθος, καλούνται να ζήσουν και να δημιουργήσουν (ή όχι, καθώς η τυχαιότητα και η εντροπία καθιστούν δυνατή την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης) εστίες ακόμη και μάταιης αντίστασης, βάζοντας ο καθένας, εκούσια ή ακούσια, τη μικρή του ψηφίδα στο απέραντο ψηφιδωτό που λέγεται «ανθρώπινη εμπειρία», ή αλλιώς «πολιτισμός».
Η ποπ κουλτούρα
Τι είναι, όμως, «πολιτισμός»; Προφανώς υπάρχουν πολλοί ορισμοί, αλλά ας πούμε απλά ότι πολιτισμός (culture) είναι ένα σύνολο τοπικά και χρονικά εστιασμένων χαρακτηριστικών όπως η γλώσσα, η θρησκεία, οι τέχνες, οι νόμοι, τα ήθη, τα έθιμα, οι διατροφικές συνήθειες, η επιστημονική γνώση, η τεχνολογία, κ.λπ., τα οποία έχει διαμορφώσει μια κοινωνία και τα θεωρεί δικά της. Όλα αυτά παίζουν μεγάλο ρόλο στην εγκυκλοπαιδική διάσταση των μυθιστορημάτων του Πίντσον, αλλά προς το παρόν ας μείνουμε στις τέχνες.
Είναι γνωστή (έως και κοινότοπη) η διάκριση ανάμεσα σε υψηλή και λαϊκή τέχνη, μια διάκριση που εννοιολογικά είναι εφεύρημα του 17ου αιώνα, αλλά εκφράζει μια διαφοροποίηση στη λογοτεχνία, τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες που είχε εμφανιστεί πολύ νωρίτερα, ανάλογα με το αν ένα έργο τέχνης απευθυνόταν στους ευγενείς ή στον απλό λαό. Από τις αρχές του 20ού αιώνα η διάκριση αυτή άρχισε να χάνει το νόημά της, καθώς το «λαϊκή» άρχισε βαθμιαία να σημαίνει «παραδοσιακή», και εμφανίστηκε στη θέση της η λεγόμενη εμπορική τέχνη, που μετεξελίχθηκε σε μαζική. Όλα αυτά μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε εμφανίζεται το ρεύμα της ποπ αρτ, το οποίο περιόρισε σημαντικά αυτή τη διάκριση, συγχέοντας τα όρια μεταξύ του υψηλού και του εμπορικού. Σήμερα, στα απόνερα πλέον του μεταμοντερνισμού (όσο κι αν αντιδρούν κάποιοι στον όρο αυτό, αμφισβητώντας μέχρι και την ύπαρξή του), η διάκριση αυτή δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, και το κυρίαρχο ρεύμα (αν μεταφράσουμε έτσι τον όρo mainstream) της εποχής αγκαλιάζει ένα ευρύτατο φάσμα καλλιτεχνών με φαινομενικά πολύ διαφορετικές τεχνοτροπίες, δημιουργώντας έτσι ένα ενιαίο σύνολο που άνετα μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε, σκέτα, κουλτούρα. Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιείται ακόμη ο όρος «ποπ» για να εκφράσει την τέχνη που απευθύνεται σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό, και όχι μόνο σε γνώστες και μυημένους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται με περισσή άνεση ο Πίντσον, χρησιμοποιώντας ολόκληρο το φάσμα του πολιτισμού, δηλαδή της ανθρώπινης εμπειρίας, δείχνοντας όμως μια ιδιαίτερη αγάπη προς αυτό που λέμε λαϊκή, εμπορική ή ποπ κουλτούρα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι άλλοι θεωρούμενοι (όπως και ο ίδιος) «υψηλοί» συγγραφείς. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι λατρεύει την τζαζ, ιδίως τον Θελόνιους Μονκ, τρελαίνεται για το χιούμορ του Σπάικ Τζόουνς (μάλιστα, έχει γράψει και εισαγωγικό κείμενο για το δίσκο Spiked! The Music of Spike Jones), και του αρέσουν πολύ οι Beach Boys, αλλά και η ψυχεδέλεια, ενώ γνωρίζει και αρκετά από κλασική μουσική· του αρέσουν παλιές ταινίες όπως Ο Μάγος του Οζ και τηλεοπτικές σειρές όπως το The Brady Bunch, αλλά και καρτούν όπως ο Μπαγκς Μπάνι, ο Ρόουντ Ράνερ και ο Ντόναλντ Ντακ. Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο που τα μυθιστορήματά του είναι γεμάτα με αναφορές στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, τη μουσική και τα κόμιξ, πάντοτε ανάλογα με την εποχή στην οποία εξελίσσεται το καθένα. Το V. (δεκαετία του 1950) περιέχει τζαζ, αυτοσχέδια τραγούδια, πλανόδιους μουσικούς, τον Πατ Μπουν, αλλά υπάρχει κάπου και μια βιόλα ντα γκάμπα. Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί (δεκαετία του 1960) ξεκινά με μια αναφορά στο Κοντσέρτο για Ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ (έργο για μυημένους), και αμέσως μετά πηγαίνει στη λεγόμενη «μουσική για ασανσέρ» και σε ένα ανήκουστο κοντσέρτο του Βιβάλντι για καζού (σε κάτι τέτοια φαίνεται ξεκάθαρα η μίξη υψηλής και λαϊκής κουλτούρας που διαπνέει όλο το έργο του Πίντσον), για να κάνει αργότερα αναφορές στον Τζακ Λέμον, στον Φου Μαντσού, στην τηλεοπτική Σκιά, στον Γκοτζίλα και στον Πόρκι Πιγκ. Στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας (1943-1945), κυριαρχούν η τζαζ της εποχής (Μπένι Γκούντμαν, Γκλεν Μίλερ, Τσάρλι Πάρκερ) και ο παλιός κινηματογράφος (Μετρόπολις, Μ, Δόκτωρ Μαμπούζε, Κινγκ Κονγκ, Μάγος του Οζ). Δεν λείπει όμως και η αναφορά στον αδικοχαμένο Άντον Βέμπερν, ενώ υπάρχει και ένα έξοχο επεισόδιο όπου δύο χαρακτήρες τσακώνονται, μέσα σε ένα ντουμάνι μαριχουάνας, για το αν είναι καλύτερος συνθέτης ο Μπετόβεν ή ο Ροσίνι. Εδώ συναντάμε και πολλούς ήρωες από τα κόμιξ της εποχής, όπως τον Μπαγκς Μπάνι, ξανά τον Πόρκι, τον Ντάμπο, τον Κάπτεν Μίντναϊτ, ξανά τον Φου Μαντσού, τον Ζορρό, την Πράσινη Σφήκα, τον Σούπερμαν, τους 4 Φανταστικούς και τον Πλάστικμαν, με βάση τον οποίο ο Πίντσον φτιάχνει μια φανταστική μετάλλαξη του πρωταγωνιστή του και του δίνει το όνομα Ρόκετμαν, ο οποίος, σε μια από τις περιπέτειές του μέσα στην κατειλημμένη, πλέον, Γερμανία, έρχεται αντιμέτωπος με τον ηθοποιό Μίκι Ρούνι…
Το Βάινλαντ επαναφέρει την πλοκή στο (τότε) παρόν, στη δεκαετία του 1980, και ήδη από τις πρώτες σελίδες κάνει αναφορά στην τρίτη ταινία της τριλογίας του Πολέμου των Άστρων, στην Επιστροφή των Τζεντάι. Ακολουθούν η Πία Ζαντόρα, ο Γκοτζίλα (μια από τις εμμονές του Πίντσον, μαζί με τα γουρούνια, το γιουκαλίλι και το καζού), και πολλή τηλεόραση, ενώ στο Μέισον και Ντίξον (τέλη 18ου αιώνα), όπου δεν υπάρχουν ούτε τηλεόραση, ούτε κινηματογράφος, ούτε ηχογραφημένη μουσική, η μαζική κουλτούρα κάνει την εμφάνισή της μέσα από τα ρομαντικά μυθιστορήματα, αλλά και μέσα από συγκαλυμμένες αναχρονιστικές αναφορές στον Ποπάι και τον Ντάφι Ντακ. Στο Ενάντια στη Μέρα (τέλη 19ου αιώνα – αρχές 20ού) ξαναβρίσκουμε τη μουσική και τα κόμιξ, με αναφορές σε δημοφιλή τραγούδια όπως η Machiche και η Cucaracha, ή σε χάρτινους ήρωες όπως ο Μικρός Νέμο και ο Φρανκ Μέριγουελ. Επίσης βρίσκουμε και τον κινηματογράφο, που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα με ονόματα όπως οι αδελφοί Λυμιέρ, ενώ οι αεροπλόοι «Φίλοι της Τύχης», από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, είναι επίσης ήρωες σε βιβλιοπεριοδικά με φανταστικές περιπέτειες, τα λεγόμενα pulp fiction. Και σε μια ευφάνταστη και αναχρονιστική παρέκβαση από την αφηγηματική πραγματικότητα, ο Πίντσον παραπέμπει στο γνωστό βιντεοπαιχνίδι Τέτρις, το οποίο εμφανίστηκε πολλά χρόνια αργότερα από το ιστορικό πλαίσιο της πλοκής.
Το Έμφυτο Ελάττωμα, με την πλοκή να διαδραματίζεται το 1970 στο Λος Άντζελες, είναι το βιβλίο του Πίντσον με τα περισσότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς μιλά για μια εποχή και έναν τόπο που έζησε ο ίδιος. Έτσι, δεν είναι καθόλου περίεργο που υπάρχουν περίπου 100 αναφορές σε τραγούδια και τραγουδιστές της εποχής ή παλιότερους, από όλο το μουσικό φάσμα: ροκ, σερφ, ποπ, ψυχεδέλεια, ροκ εν ρολ, τζαζ, μιούζικαλ, κάντρι, κλασική, κ.λπ. Όλα αυτά από την πρώτη σελίδα του βιβλίου (Country Joe & the Fish) μέχρι και την προτελευταία («God Only Knows» των Beach Boys). Επίσης, γίνεται ολόκληρη παρέλαση αναφορών στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, χωρίς βέβαια να λείπουν τα κόμιξ και τα καρτούν: Κρέιζι Κατ, Μπαγκς Μπάνι, Γιοσέμιτι Σαμ, Γκούφι, Ντόναλντ Ντακ, Ποπάι, Μπρούτο, Σκούμπι Ντου, Τουίτι, ακόμη και τα Στρουμφάκια. Και στο καινούργιο του βιβλίο, το Bleeding Edge, με την πλοκή εστιασμένη στο 2001, ήδη από τις πρώτες σελίδες ο Πίντσον μάς κλείνει το μάτι με αναφορές στην Μπρίτνι Σπίαρς, την τηλεοπτική σειρά Μπέιγουοτς, την ταινία Έις Βεντούρα, Ντετέκτιβ Ζώων, το κουκλάκι Φέρμπι (που προσφάτως επανήλθε στην ελληνική επικαιρότητα μέσα από το κήρυγμα ενός ιερέα), το καρτούν Ντράγκον Μπολ Ζ, την Αρίθα Φράνκλιν, την Σανάια Τουέιν, το νορβηγικό μπλακ μέταλ, τους σκηνοθέτες ταινιών τρόμου αδελφούς Πανγκ, διάφορα παιχνίδια υπολογιστών, τη Μαντόνα, τον Μόμπι, τον Jay-Z, τους Στίλι Νταν, τη Δυναστεία, τα Φιλαράκια, τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη και πολλά, πολλά άλλα.
Είναι φανερό ότι ο Πίντσον λατρεύει την ποπ κουλτούρα. Αλλά και η ποπ κουλτούρα δεν αδιαφόρησε γι’ αυτόν, εμπνευσμένη από το βάθος και το εύρος των βιβλίων του αλλά και από το μυστήριο που τον τυλίγει εξαιτίας της άρνησής του να φωτογραφηθεί και να δώσει συνεντεύξεις. Έτσι, στο κόμιξ (πιο σωστά: εικονιστόρημα) V for Vendetta, σε ένα καρέ που δείχνει τη βιβλιοθήκη του πρωταγωνιστή, βλέπουμε να φιγουράρει το V. του Τόμας Πίντσον, ενώ ο Αμερικανός εικαστικός καλλιτέχνης Ζακ Σμιθ έχει φτιάξει ένα βιβλίο το οποίο περιέχει ένα σκίτσο για κάθε σελίδα του Gravity’s Rainbow. Το ίδιο μυθιστόρημα, που είναι και το πιο διάσημο βιβλίο του Πίντσον, εμφανίζεται για λίγο στις ταινίες Mr. Jealousy, Good Will Hunting και Storytelling, ενώ στο The Miracle Mile (Μεγάλος πανικός σε μικρή πόλη) χρησιμοποιείται σε μια σκηνή ένας οδηγός με σημειώσεις για το βιβλίο, ο οποίος όμως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Στην καλτ ταινία Οι Περιπέτειες του Μπακαρού Μπανζάι στην 8η Διάσταση, υπάρχουν μπόλικες υπόγειες αναφορές στη Συλλογή των 49 στο Σφυρί και στο V., κάτι που ο Πίντσον αργότερα ανταπέδωσε με ανάλογες υπόγειες αναφορές στην ταινία (και ταυτόχρονα στον Πόλεμο των Κόσμων του Γουέλς) μέσα στο Βάινλαντ. Και υπάρχει και ένα ντοκιμαντέρ του 2001 για τον Πίντσον και τη διεθνή κοινότητα των φανατικών αναγνωστών του, με τον τίτλο A Journey into the Mind of P., ο οποίος αποτελεί αναφορά στο δοκίμιο του Πίντσον που είχε τίτλο A Journey into the Mind of Watts και μιλούσε για τις ταραχές που ξέσπασαν στη συνοικία Γουάτς του Λος Άντζελες τον Αύγουστο του 1965.
Το 1994, το σενάριο ενός σκετς στην τηλεοπτική κωμική εκπομπή The John Larroquette Show έβαζε κάποιον χαρακτήρα να λέει ότι είδε τον Πίντσον στο δρόμο να φοράει ένα μπλουζάκι με στάμπα που απεικόνιζε τον Γουίλι Ντεβίλ. Σύμφωνα με ένα άρθρο στο περιοδικό New York, ο αρχισυντάκτης της εκπομπής επικοινώνησε με τον Πίντσον για να πάρει την έγκρισή του για το σενάριο, και ο Πίντσον (μέσω της ατζέντισσάς του) απάντησε ότι, παρ’ όλο που του άρεσε ο Γουίλι Ντεβίλ, θα προτιμούσε το μπλουζάκι να απεικονίζει τον Ρόκι Έρικσον (από το ψυχεδελικό συγκρότημα The 13th Floor Elevators), πράγμα που έγινε. Στην ίδια εκπομπή υπήρχαν κι άλλες μικρές αναφορές στα βιβλία του Πίντσον, πάντοτε ενσωματωμένες στο σενάριο.
Αναφορές στον Πίντσον εμφανίζονται και το 1999 σε δυο επεισόδια της πολύ καλής σειράς κινουμένων σχεδίων Futurama, που είναι παραγωγή της ίδιας ομάδας που κάνει τους Simpsons. Αλλά η πιο εμφανής παρουσία του Πίντσον στην ποπ κουλτούρα έγινε το 2004 στους Simpsons, όπου ο Πίντσον εμφανίζεται ως χαρακτήρας μέσα στο καρτούν με χαρτοσακούλα στο κεφάλι, παίζοντας, έτσι, με το γεγονός ότι δεν επιτρέπει στα μήντια να δείξουν την εικόνα του· η φωνή που ακούγεται, όμως, είναι επιβεβαιωμένα δική του.
Αλλά η μεγαλύτερη επίδραση του Πίντσον στην ποπ κουλτούρα μάλλον έγινε στη μουσική: η Pat Benatar έδωσε σε ένα δίσκο της τον τίτλο Gravity’s Rainbow· οι Ed Hall ονόμασαν ένα τραγούδι τους Roger Mexico (χαρακτήρας από το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας)· οι Soft Machine έφτιαξαν ένα μεγάλο progressive κομμάτι, το Esther’s Nose Job, βασισμένοι σε ένα επεισόδιο από το V. που περιγράφει μια πλαστική εγχείρηση στη μύτη· το συγκρότημα Benny Profane πήρε το όνομά του από τον έναν από τους δύο βασικούς χαρακτήρες του V., και οι The Whole Sick Crew από το όνομα της συμμορίας του· το γερμανικό αβανγκάρντ συγκρότημα Cassiber χρησιμοποίησε σε τραγούδια του αποσπάσματα από το Gravity’s Rainbow· οι Insect Trust βάσισαν στίχους τους στο V., ενώ ο Jazz Butcher ονόμασε ένα τραγούδι του Looking for Lot 49· Lot 49 ήταν και το όνομα δύο συγκροτημάτων, το ένα από το Οντάριο και το άλλο από τη Νέα Υόρκη· από τη Νέα Υόρκη είναι και οι Lotion, για τους οποίους ο Πίντσον έγραψε κείμενο που ενσωματώθηκε σε ένα δίσκο τους· το καλιφορνέζικο μέταλ συγκρότημα Time in Malta πήρε το όνομά του από το V., και οι Yoyodyne από τη Συλλογή των 49 στο Σφυρί. Πιντσονικές επιδράσεις βρίσκουμε και σε κομμάτια των Pere Ubu, των Radiohead, των Yo La Tengo και του Warren Zevon.
Ειδική μνεία αξίζει η περίπτωση της Laurie Anderson, η οποία αφιέρωσε το εξαιρετικό κομμάτι της Gravity’s Angel στον Τόμας Πίντσον. Όπως έχει πει η ίδια σε συνέντευξή της, είχε τη φιλοδοξία να ανεβάσει το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας σε μορφή όπερας. Κατάφερε να επικοινωνήσει με τον Πίντσον, ο οποίος της απάντησε ότι δέχεται, αλλά με την προϋπόθεση το μοναδικό όργανο που θα χρησιμοποιήσει να είναι το μπάντζο. Η Άντερσον κατάλαβε ότι αυτός ήταν ένας ιδιότυπος τρόπος άρνησης, και δεν επέμεινε.
Ένα από τα πράγματα που μαγεύουν τους αναγνώστες του Πίντσον είναι το γεγονός ότι τα βιβλία του είναι πολυδιάστατα και γεμάτα παντός είδους ερεθίσματα: πνευματικά, γλωσσικά, συναισθηματικά, ιστορικά, οπτικά, ακουστικά, γευστικά, και ναι, ακόμη και οσφρητικά, όπως σε αυτό το απόσπασμα από το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας:
Τώρα, ανάμεσα σε όλα τα δωμάτια, παίρνοντας τη θέση του καπνού, του αλκοόλ και του ιδρώτα της νύχτας, αναπτύσσεται η εύθραυστη οσμή του Προγεύματος: περίτεχνη, διαπεραστική, εκπληκτική, πιο πολύ κι από το χρώμα του χειμωνιάτικου ηλιόφωτος, καταλαμβάνει τα πάντα, όχι τόσο λόγω κάποιας ωμής οξύτητας ή όγκου όσο λόγω της περίπλοκης δομής των μορίων της, και μοιράζεται το μυστικό του θαυματοποιού, σύμφωνα με το οποίο —αν και δεν συμβαίνει συχνά να λέει κανείς τόσο ξεκάθαρα στο Θάνατο να πάει να γαμηθεί— οι ζωντανές γενετικές αλυσίδες αποδεικνύονται αρκετά δαιδαλώδεις ώστε να διατηρούν ένα ανθρώπινο πρόσωπο για δέκα ή είκοσι γενιές … έτσι η ίδια επιβολή μέσω της δομής επιτρέπει στο άρωμα της μπανάνας αυτό το πρωινό του πολέμου να ελίσσεται, να επανακτεί, να κυριαρχεί. Υπάρχει λόγος να μην ανοίξεις όλα τα παράθυρα και να μην αφήσεις την ευγενική αυτή μυρωδιά να σκεπάσει όλο το Τσέλσι; Έτσι, σαν ξόρκι, ενάντια σε αντικείμενα που πέφτουν….
Αυτό όμως που κάνει τον Πίντσον πραγματικό ποπ ήρωα είναι το γεγονός ότι γράφει για την ανθρώπινη εμπειρία, για τον ανθρώπινο πολιτισμό όπως αυτός εκφράζεται και σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο· για το ανθρώπινο μεγαλείο, όπως και για την ανθρώπινη ανοησία· για το πεδίο συγκρούσεων που λέγεται κόσμος, ή εαυτός· για το σήμερα όπως αυτό διαγράφεται στο χθες· και όλα αυτά με φανερή ανησυχία για το αύριο, αλλά και αισιοδοξία, γιατί ένα από τα πράγματα που μας μαθαίνει η ιστορία (παρά την αντίληψη ότι η ιστορία δεν μας μαθαίνει στ’ αλήθεια τίποτε) είναι ότι οι άνθρωποι μένουν πάντα άνθρωποι, πράγμα που σημαίνει πως είναι ικανοί για το χειρότερο, αλλά είναι ικανοί και για το καλύτερο.
Και τελικά, αυτό είναι που έχει σημασία.
Γιώργος Κυριαζής