Μικρές προσδοκίες

Πρόσφατα πήρε το μάτι μου μια κριτική αναγνώστη για το Ενάντια στη μέρα, η οποία ξεκινούσε με το παράπονο ότι όλη την ώρα περίμενε κάτι να συμβεί, αλλά τίποτα δεν συνέβη ως το τέλος του βιβλίου. Αυτή η φράση, ομολογώ, με σόκαρε, γιατί αυτό το «τίποτα δεν συνέβη» ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα ότι θα μπορούσε να πει κανείς για το Ενάντια στη μέρα, ένα βιβλίο καταιγιστικό, όπου γίνεται πραγματικός χαμός από πληροφορίες, γεγονότα και δράση — με κίνδυνο ο αναγνώστης να χαθεί μέσα στον κυκεώνα, κ.λπ., να μην τα ξαναλέμε τώρα. Μου μπήκαν πάλι ψύλλοι στ’ αυτιά, ότι ίσως ο συγκεκριμένος αναγνώστης να διάβασε διαγώνια, όπως προστάζει η μόδα, αλλά λίγο πιο κάτω αποσαφηνίζει τι ακριβώς εννοεί: Το βιβλίο ξεκινάει βάζοντας τα θεμέλια για μια ιστορία εκδίκησης, αλλά αυτός ο στόχος τελικά μένει στο περιθώριο, αφού τα παιδιά του δολοφονημένου αναρχικού ξεχνούν το σκοπό τους και ασχολούνται «με τη ζωούλα τους». Και τελικά, λέει, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό γιατί «δεν συμβαίνει τίποτα παραπάνω».

Σε ελεύθερη μετάφραση, λοιπόν, ο συγκεκριμένος αναγνώστης ήθελε απλώς να ξεκινήσει να διαβάζει μια ιστοριούλα, να παρακολουθήσει βήμα-βήμα την εξέλιξή της και να φτάσει σε ένα λυτρωτικό τέλος όπου όλα λύνονται με οργανικό τρόπο, τύπου και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ήθελε δηλαδή ουσιαστικά να διαβάσει ένα καλό σενάριο. Όμως η λογοτεχνία δεν είναι σεναριογραφία. Και ο Πίντσον δεν γράφει σενάρια, αλλά μυθιστορήματα-ποταμούς, με όλες τις παγίδες που συνεπάγεται αυτό — ορμητικά νερά, μεγάλα βάθη, κοφτερά βράχια, ιλιγγιώδεις υδατοπτώσεις. Αν ξεκινήσεις να τα διαβάζεις με ανοιχτό μυαλό και όντας έτοιμος για τα πάντα, θα μαγευτείς. Αν ξεκινήσεις όμως με τόσο μικρές προσδοκίες, δηλαδή επιθυμώντας να διαβάσεις μια απλή γραμμική αφήγηση σε ήρεμα νερά, χωρίς σκοπέλους, όπου ο συγγραφέας θα σε πάρει από το χεράκι και θα σε καθοδηγήσει να πλατσουρίσεις ανώδυνα στα ρηχά ώσπου να νιώσεις την ικανοποίηση της ολοκλήρωσης, τότε δεν θα σε αγγίξει τίποτα.

Και αυτό είναι κρίμα.

Σχολιάστε