Διάβασα σήμερα ότι η πασίγνωστη εταιρία φωτογραφικών ειδών Kodak χρεωκόπησε. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα κλείσει, αλλά, όσο να ‘ναι, με έπιασε μια κάποια θλίψη, γιατί για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσα τα φιλμ της. Και αμέσως, φυσικά, μου ήρθε στο νου η Κόντακ Μπράουνι, που χρησιμοποιούσε ο Μερλ Ραϊντάουτ στο Ενάντια στη Μέρα:
Κάθε ξημέρωμα τους περίμενε πάντοτε, πράσινος και υγρός, ή άφυλλος και παγωμένος, ο χάρτης, δαιδαλώδης, γεμάτος λόφους και δημοσιές και αγροτικούς δρόμους, τους περίμενε να ανοίξουν τα πρησμένα τους βλέφαρα και να κοιτάξουν σαν από ψηλά, σαν να είχαν υψωθεί στον πορτοκαλί ουρανό της αυγής και να αιωρούνταν, ψάχνοντας σαν κυνηγετικά γεράκια για τη δουλειά της ημέρας, που όλο και πιο συχνά ήταν άλλη μια φωτογραφία σε κάποια γωνιά του δρόμου, σε άλλη μια μικρή πόλη ή χωριό, που θα τους εξασφάλιζε δυο-τρία γεύματα ακόμη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, τα φιλμ γίνονταν γρηγορότερα, οι χρόνοι έκθεσης μικρότεροι, οι μηχανές ελαφρύτερες. Η Πρήμο κυκλοφόρησε ένα πακέτο κυτταρινοειδές φιλμ που σου επέτρεπε να τραβάς 12 φωτογραφίες τη φορά, κάτι σίγουρα βολικότερο σε σχέση με τις γυάλινες πλάκες, και η Κόντακ έβγαλε στην αγορά την «Μπράουνι», μια μικρή φωτογραφική μηχανή σαν κουτί, που δεν ζύγιζε σχεδόν τίποτε. Ο Μερλ μπορούσε να την πάρει παντού μαζί του, αρκεί να κρατούσε τα πάντα εντός πλαισίου σταθερά, και ώς τότε ‒καθώς τα παλιά μοντέλα με τις γυάλινες πλάκες ζύγιζαν ενάμισι κιλό χωρίς τις πλάκες‒ είχε μάθει να αναπνέει, ήρεμος σαν σκοπευτής, και αυτό φαινόταν στις φωτογραφίες, που ήταν σταθερές, με βάθος, και μερικές φορές, όπως συμφωνούσαν ο Μερλ και η Ντάλι, πιο αληθινές, παρόλο που μεταξύ τους δεν είχαν και πολύ καλές σχέσεις με την αλήθεια.
(Όλα τα μοντέλα Kodak Brownie μπορείτε να τα δείτε εδώ. Ο Μερλ μάλλον χρησιμοποιούσε το αρχικό μοντέλο, του 1900.)