Πριν λίγες ώρες, ο Βασίλης Δρόλιας και ο Προκόπης Προκοπίδης (ο μεταφραστής τού V.) μού έστειλαν σχεδόν ταυτόχρονα το σύνδεσμο για ένα άρθρο στο London Review of Books, στο οποίο ο ποιητής Μπιλ Πέρλμαν μιλά για μια συνάντηση που είχε με τον Τόμας Πίντσον το καλοκαίρι του 1970.
Ο Πέρλμαν περιγράφει τον Πίντσον ως έναν άνθρωπο που ζούσε μάλλον φτωχικά, τρεφόταν με κάνναβη, καφέ και τσιγάρα μέντας (και χάμπουργκερ με τυρί και τσίλι), έγραφε πολύ, και γλεντούσε με παρέες που απαρτίζονταν κυρίως από ανθρώπους μικρότερης ηλικίας, πράγμα που του έδινε την ευκαιρία να συμπεριφέρεται παιδιάστικα. Επίσης μερικές φορές τραύλιζε (οπότε μάλλον στο πρόσωπο του Σλόθροπ, του «πρωταγωνιστή» στο Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας, διακωμωδούσε τον εαυτό του), και δήλωνε χαιρέκακα ότι ένας από τους στόχους του ήταν «να δώσει μπόλικη δουλειά σε αρκετές γενεές μελετητών».
Αυτό, τουλάχιστον, νομίζω πως το έχει πετύχει.
Ξαναδιαβάζωντας το κείμενο του Πέρλμαν μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι εμφανίζεται ένας Πύντσον που είναι όπως τον περιμέναμε: Εκκεντρικός, μαριχουανοπότης, έφηβος (αιώνιος). Τα ξέραμε όλα αυτά (και) από τα έργα του, όπως και ξέραμε πως είναι λάτρης του καφέ (δες Μαίησον και Ντίξον) και πως είχε μελετήσει τα όπλα (δες Ενάντια στη Μέρα) και πως τραύλιζε (δες Ουράνιο Τόξο). Από την άλλη πλευρά μου την ‘δίνει’ το γεγονός ότι ο Πέρλμαν τον αναφέρει απλώς ως ‘Τομ’ στο άρθρο προσπαθώντας σίγουρα να δείξει την οικοιότητα μεταξύ των, η οποία όμως μου κάνει λίγο σαν προσποιητή. Προσπαθεί μήπως να μας κάνει να ζηλέψουμε και να κάνει show off για το ότι γνωρίζει τον Πύντσον και εμείς όχι; Αν ναι τότε μάλλον απέτυχε… Κάποιοι τον ξέρουν τόσο καλά όσο και εκείνος κι ας μην τον συνάντησαν ποτέ. Έτσι δεν είναι Γιώργο;
Δεν ξέρω. Από τη μια, θα ήθελα να τον συναντήσω και από κοντά. Από την άλλη, φοβάμαι μήπως κάτι με ενοχλήσει και με κάνει να τον απομυθοποιήσω, και μάλιστα με άσχημο τρόπο (γιατί γενικότερα με την απομυθοποίηση δεν έχω κανένα πρόβλημα).
Εξάλλου, πάντοτε προσπαθώ να αποσυνδέω τον καλλιτέχνη από το έργο. Και ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου να είναι, εγώ τον λατρεύω γι’ αυτά που έχει γράψει. Και, πίστεψέ με, θα είχα κάθε δικαίωμα να είμαι θυμωμένος μαζί του: κάποτε του είχαμε στείλει επιστολή, για θέματα σχετικά με τη μετάφραση των έργων του· ξέρω ότι την έλαβε, αλλά δεν απάντησε.
Ίσως πράγματι εμείς οι αναγνώστες να τον ξέρουμε καλύτερα απ’ τον καθένα, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουμε να είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό. Στο κάτω-κάτω, στα βιβλία διαβάζουμε τον εαυτό μας.
Εγώ πάλι νομίζω ότι δύσκολα θα άντεχα την απομυθοποίηση των αγαπημένων μου συγγραφέων (του Λιόσα, για να μην πάμε πολύ μακριά – ήδη η ελάχιστη αλληλογραφία που είχαμε, με αφορμή το βιβλίο του που μετέφρασα πρόσφατα, λειτούργησε σαν μικρή κρυάδα και δε νομίζω πως θέλω άλλη δόση).
Για τον Πύντσον τώρα, η πρώτη μου σκέψη μόλις ξεκίνησα το Ενάντια στη μέρα ήταν «τι πίνει αυτός να μας δώσει κι εμάς». Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είναι μόνο κάνναβη.