Από την περασμένη Παρασκευή, το «Ενάντια στη Μέρα» βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία. Μαζί του βρίσκεται και η ουρά του γνωστού Δαίμονα του Τυπογραφείου: εξαιτίας ενός μικρού λάθους κατά την τελική εκτύπωση, η σελίδα που υπήρχε στην αρχή του βιβλίου με τη φράση του Θελόνιους Μόνκ «Είναι πάντα νύχτα, αλλιώς δεν θα είχαμε ανάγκη το φως» εξαφανίστηκε, και στη θέση της τυπώθηκε για δεύτερη φορά η σελίδα με τα περιεχόμενα.
Ουδείς τέλειος.
Πάντως, τώρα που το κρατάω στα χέρια μου, το θεωρώ αρκετά καλαίσθητο.
Η κόρη μου κι εγώ βρήκαμε μια νέα χρήση για το Ενάντια στη μέρα: ένα αυτοσχέδιο παιχνίδι με το εξώφυλλο. Ο ένας παίκτης διαλέγει μία από τις φιγούρες της εικώνας του εξωφύλλου και ο άλλος προσπαθεί να βρει ποια είναι, κάνοντας ερωτήσεις. Ανακαλύπτουμε διαρκώς καινούρια αλλόκοτα όντα, πολλά από τα οποία υπάρχουν σε παραλλαγές διαφόρων χρωμάτων ή σε κατοπτρικά είδωλα. Την τελευταία εβδομάδα είναι το αγαπημένο μας παιχνίδι.
Αν κρίνω από τις πρώτες 130 σελίδες του βιβλίου, το εξώφυλλο αναπαράγει την ίδια αίσθηση που αφήνει το κείμενο, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον. Ένας κόσμος γνωστός αλλά και άγνωστος, αληθινός αλλά και μυθικός, σπασμένος σε μυριάδες κομμάτια και συναρμολογημένος ξανά μέσα σε μαγικό καθρέφτη.
Έχει πλάκα ο Πύντσον (αν και δεν μπορώ να πω ότι είναι απόλυτα του γούστου μου), κι εκείνες οι σκηνές στο αερόπλοιο θυμίζουν τόσο νοσταλγικά Ιούλιο Βερν που νιώθω ξανά παιδί.